Η Ευφροσύνη του Πόλοτσκ (λευκορωσικά: Еўфрасіння Полацкая, 1104-1167) ήταν η εγγονή του πρίγκιπα του Πόλοτσκ, Βσέσλαβ και κόρη του πρίγκιπα Σβιάτοσλαβ. Είναι μια από τις 15 προστάτιδες άγιες της Λευκορωσίας, των οποίων η ζωή γιορτάζεται από τη Λευκορωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, την πρώτη Κυριακή μετά την Πεντηκοστή. Ο εορτασμός αυτός καθιερώθηκε το 1984, όταν αγιοποιήθηκε.
Η Πρεντσλάβα, όπως ήταν το όνομά της, γεννήθηκε μεταξύ του 1101 και του 1104 στο Ρούρικ. Η οικογένεια της ήταν αριστοκρατική και απαρτίζονταν από δούκες του Πόλοτσκ (της σημερινής Λευκορωσίας). Κατά τη διάρκεια των νεανικών της χρόνο, αρνήθηκε κάθε πρόταση γάμου που δέχθηκε, και χωρίς να το ξέρουν οι γονείς της, πήγε στο μοναστήρι, όπου ήταν ηγουμένη μια θεία της.
Εκεί έγινε καλόγρια και πήρε το όνομα Ευφροσύνη. Έτσι, με τις ευλογίες του Αρχιεπίσκοπου του Πόλοτσκ, διέμενε στον Καθεδρικό ναό της Σοφίας, περνώντας τον χρόνο της, αντιγράφοντας βιβλία. Τα λεφτά τα οποία κέρδισε από εκεί, τα μοίρασε στους φτωχούς. Περί το 1128, ο Αρχιεπίσκοπος Ηλίας του Πόλοτσκ, της ανέθεσε την οργάνωση γυναικείου μοναστηριού. Στα έργα που γίνονταν, η Ευφροσύνη μάθαινε σε νέα κορίτσια να αντιγράφουν βιβλία, να τραγουδούν, να ράβουν, καθώς και άλλες χειρωνακτικές εργασίες. Παρόλα αυτά, το μοναστήρι δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και στη θέση του χτίστηκε ένας καθεδρικός ναός, ο οποίος υπάρχει έως και σήμερα. Ωστόσο εκείνη ίδρυσε ένα μοναστήρι για άντρες αφιερωμένο στην Παναγία, καθώς επίσης και δύο ναούς. Μία από αυτές, ο Άγιος Σωτήρας, θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα λευκορωσικά αρχιτεκτονικά δημιουργήματα.
Προς το τέλος της ζωής της ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη και στους Άγιους Τόπους για προσκύνημα. Ο πατριάρχης Μιχαήλ Β΄ Κουρκούας,
της δώρισε ένα εικόνισμα της Θεοτόκου, το όποιο έως και σήμερα υπάρχει
στη Λευκορωσία, και λέγεται Παρθένος του Κορσούν. Κατόπιν συναντήθηκε
και με τον Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ.
Στην Ιερουσαλήμ
επισκέφθηκε το Ρωσικό μοναστήρι της
Θεοτόκου και από εκεί πήγε στον Πανάγιο
Τάφο, για να προσκυνήσει και εκπληρώσει
το τάμα της. Είχε σκοπό να πάει στον
Ιορδάνη ποταμό, αλλά οι δυνάμεις της
την εγκατέλειψαν και για είκοσι τέσσερις
ημέρες έπρεπε να παραμείνει κλινήρης
στο Ρωσικό μοναστήρι. Εκεί παρέδωσε την
αγία της ψυχή και κοιμήθηκε ειρηνικά
το 1173 μ.Χ. Είχε εκφράσει την επιθυμία να
ενταφιασθεί στη μονή του Αγίου Σάββα,
αλλά οι μοναχοί υπενθύμισαν ότι ένα
άρθρο από τον Κανόνα της μονής απαγόρευε
την ταφή γυναικών στην εκκλησία τους.
Γι' αυτό ενταφιάσθηκε στη μονή του Αγίου
Θεοδοσίου στη Ιερουσαλήμ.
Σύμφωνα
με μία παράδοση που συμπεριλαμβάνεται
στο Πατερικόν του Κιέβου, με την επανάκτηση
της Ιερουσαλήμ από τον Σαλαντίν το 1187
μ.Χ., οι Ρώσοι μοναχοί μετέφεραν το ιερό
λείψανό της στο Κίεβο, στη Λαύρα των
Σπηλαίων του Αγίου Θεοδοσίου, όπου
αναπτύχθηκε μία τοπική τιμή προς το
πρόσωπό της.
Από τις αρχές του
19ου αιώνα μ.Χ. οι κάτοικοι του Πολώκ
ζήτησαν επανειλημμένα την επιστροφή
των ιερών λειψάνων στην πόλη τους. Το
1833 μ.Χ., ο Γαβριήλ, Επίσκοπος του Βιτέμπσκ
και Μογκίλεβ, έκανε αίτηση στον τσάρο
γι' αυτόν τον σκοπό.
Κάτι άρχισε
να συζητείται περί του αιτήματος αυτού
το 1871 μ.Χ., όταν ο Μητροπολίτης του Κιέβου
Αρσένιος συναίνεσε στην επιστροφή
τμήματος των ιερών λειψάνων. Το 1893 μ.Χ.,
ωστόσο, όχι μόνο η αίτηση απορρίφθηκε,
αλλά απαγορεύθηκε η οποιαδήποτε επιμονή
στο ζήτημα, το οποίο φαινόταν να έχει
φθάσει σε μηδενικό σημείο. Αντίθετα το
ζήτημα τέθηκε εκ νέου στην πανρωσική
ιεραποστολική διάσκεψη του Κιέβου (12 -
26 Ιουλίου 1908 μ.Χ.). Ορίσθηκε μία επιτροπή,
η οποία στις 29 Μαΐου 1909 μ.Χ., εξέφρασε
άποψη υπέρ της μετακομιδής των ιερών
λειψάνων.
Αφού ελήφθη η συγκατάθεση
τόσο της Αγίας Συνόδου, όσο και του
τσάρου Νικολάου Β', τον Απρίλιο του 1910
μ.Χ., τα ιερά λείψανα με κάθε επισημότητα
μετεκομίσθηκαν στο Πολώκ και το πρωί
της 23ης Μαΐου τοποθετήθηκαν στη μονή
του Σωτήρος της Αγίας Ευφροσύνης.
Με
τον ερχομό των Σοβιέτ τα ιερά λείψανα
απομακρύνθηκαν εκ νέου και τοποθετήθηκαν
αρχικά στο μουσείο του αθεϊσμού. Κατά
την διάρκεια της εκκενώσεως του Αυγούστου
του 1941 μ.Χ. οι πιστοί τα ανέσυραν και τα
τοποθέτησαν στην εκκλησία της Θεοτόκου
Προστάτιδος του Βιτέμπσκ. Τελικά, στις
23 Οκτωβρίου 1943 μ.Χ. επιστράφηκαν στο
μοναστήρι του Πολώκ. Σε ότι αφορά την
εικόνα της Εφέσου, που φυλασσόταν στο
καθολικό της ανδρικής μονής, είναι
γνωστό ότι το 1239 μ.Χ. η σύζυγος του
Αλεξάνδρου Νέφσκϊυ την πήρε και την
μετέφερε στην εκκλησία του Τοροπέτς
στο πριγκιπάτο του Πσκώφ. Η εκκλησία
του Σωτήρος με το μοναστήρι της, ανάμεσα
στο 1579 μ.Χ. και το 1580 μ.Χ., παραχωρήθηκε
από τον βασιλέα Στέφανο στους Ιησουΐτες.
Όταν το 1656 μ.Χ. η περιοχή του Πολώκ
ανακαταλήφθηκε από τους Ρώσους, ο ναός
παραδόθηκε στους Ορθοδόξους. Μετά από
μικρό χρονικό διάστημα επεστράφη στους
Ιησουΐτες, μέχρι που το 1835 μ.Χ., με την
εκδίωξη των Ιησουϊτών από την Ρωσία, ο
τσάρος Νικόλαος Α' τον παρέδωσε οριστικά
στους Ορθοδόξους. Πέντε χρόνια ο ναός
μετά ξαναπήρε ζωή με μία γυναικεία
μοναστική κοινότητα.
Η Ευφροσύνη γιορτάζει στις 23 Μαΐου,
και είναι η μόνη ανατολικοσλαβική αγία που είναι παρθένος. Υπάρχουν,
αρκετές εκκλησίες ανά τον κόσμο, αφιερωμένες σε αυτή, όπως στο Λονδίνο, το Τορόντο και το Νιου Τζέρσεϊ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου