Η πριγκίπισσα Ραλλού Καρατζά (ρουμανικά: Domnița Ralú Caragea) (1799, Κωνσταντινούπολη - 1870, Thonberg -τώρα μέρος της Λειψίας-, Γερμανία) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός, σκηνοθέτρια θεάτρου, μεταφράστρια και μέλος της Φιλικής Εταιρείας που συνεισέφερε στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 .
Η Ραλλού καταγόταν από την ευγενή Φαναριώτικη οικογένεια Καράτζα . Ήταν η νεότερη κόρη του Φαναριώτη κυβερνήτη Ιωάννη Καρατζά, πρίγκιπα του Πριγκιπάτου των Βλαχών (1812-1818) και της συζύγου του, Έλενα (το γένος Σκαναβή), κόρη τραπεζίτη από την Κωνσταντινούπολη. Έλαβε ιδιαίτερη εκπαίδευση: μιλούσε ελληνικά, γαλλικά, γερμανικά και τουρκικά.
Αφού ο πατέρας της έκανε επενδύσεις, το Σεπτέμβριο του 1812 ήρθε και η Ραλλού στη Βλαχία. Η Ροξάνα, η μεγαλύτερη αδερφή της Ραλλού, έγινε σύζυγος του ηγεμόνα της Μολδαβίας, Μιχαήλ Σούτσου (1819-1821).
Στις επιστολές του προς τον V. Alecsandri, ο Ιόν Γκίκα ανέφερε ότι η Ραλλού κατείχε τη γεύση της ομορφιάς, ως θαυμαστής της μουσικής του Μότσαρτ και του Μπετόβεν που τρέφεται από τα γραπτά του Σίλλερ και του Γκαίτε . Κάλεσε μερικούς νέους Έλληνες, συγγενείς και φίλους από το Ελληνικό Σχολείο στο Ερμιτάζ Μαγκουρεάνου, μαθητές που θαύμαζαν τις τραγωδίες του Ευριπίδη και του Σοφοκλή, να παρουσιάσουν κάποια θεατρικά έργα. Το 1816, με απλή αυτοσχέδια διακόσμηση, η νεαρή κοπέλα οργάνωσε στα διαμερίσματά της μια μικρή σκηνή στην οποία έπαιζαν τον Ορέστης, το Θάνατος των Υιών του Μπρούτου και μερικά ειδύλλια όπως ο Δάφνης και η Χλόη στα ελληνικά .
Ίδρυσε το πρώτο επαγγελματικό θεατρικό συγκρότημα (στα ελληνικά) στα ρουμανικά εδάφη, για τον οποίο δημιούργησε επίσης μια ειδική θέση, το Cișmeaua Roșie, στην τρέχουσα Calea Victoriei στο Βουκουρέστι, το 1817. Δημιούργησε ένα θέατρο στο παλάτι του πατέρα της και υποστήριξε τη δημιουργία τάξης υποκριτικής στη Școala Domnească. Έστειλε τον Κωνσταντίνο Αριστία στο Παρίσι για να σπουδάσει υποκριτική. Ο πατέρας της επέκτεινε αυτό το μάθημα υποκριτικής το 1817, εισάγοντας τη μελέτη των λατινικών, ελληνικών, γαλλικών, φυσικών επιστημών, μαθηματικών, φυσικής, νομικής και λογοτεχνίας.
Επειδή το θέατρο ήταν επιτυχές, οργάνωσε μια αίθουσα για το ευρύ κοινό στο Βουκουρέστι, η οποία ονομάστηκε Θέατρο Cismeaua Roșie, που βρίσκεται στη γωνία της γέφυρας Mogoșoaiei και της οδού Fântânei (σήμερα Calea Victoriei και General Berthelot Street). Ήταν η πρώτη μόνιμη αίθουσα παραστάσεων στο Βουκουρέστι. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1818, εκεί πραγματοποιήθηκε η πρώτη παράσταση του έργου "Η Ιταλίδα στο Αλγέρι" μετά την παράσταση του Ροσίνι στον θίασο της Βιέννης. Όσον αφορά τη χρήση του θεάτρου που χτίστηκε από τη Ραλλού, όταν δεν υπήρχαν παραστάσεις, ο Nicolae Filimon έγραψε στο μυθιστόρημά του Ciocoii vechi şi noi, ότι «η κυρία Ραλλού δημιούργησε μια αίθουσα χορού στο Cișmeaua Roșie, όπου βογιάροι και κυρίες συγκεντρώνονταν για να περάσουν τις μακρές νύχτες του χειμώνα ».
Επειδή ο πατέρας της είχε πληρώσει για τη θέση του για τρία χρόνια και έμεινε έξι, η Ράλλου έπρεπε να ακολουθήσει τον πατέρα της μακρυά από τους Οθωμανούς πιστωτές. Έζησε στην Ιταλία και το 1829 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ζούσε με όλη την οικογένειά του.
Χρηματοδότησε τη Φιλική Εταιρεία (μέρος της περιουσίας είχε σταλεί στη Μόσχα από τότε που ο πατέρας της ήταν άρχοντας της Βλαχίας) και αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία της Ελλάδας .
Η υποστήριξη της Ραλλού για τη δραματική τέχνη σταμάτησε όταν έφυγε στις 29 Σεπτεμβρίου 1818 Το θέατρο ήταν πολύ ενεργό μεταξύ 1818 και 1820, αλλά καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1825. Η θεατρική δραστηριότητα στο Βουκουρέστι ξανάρχισε μόνο το 1833, όταν ο Ίων Χαμπινάνου και ο Ιόν Χελιάδη-Ραϊντέσκου ίδρυσαν τη Φιλαρμονική Εταιρεία οποίας ο στόχος ήταν να ενθαρρύνει την εθνική δραματουργία.
Η Ραλλού Καρατζά παντρεύτηκε τον Γεώργιο Αργυρόπουλο και απέκτησε δύο παιδιά.
Έργο για την Ραλλού
- Petru Manoliu : Domnița Ralú Caragea (ιστορικό μυθιστόρημα), Εκδοτικός οίκος «Naționala-Ciornei», 1939
Πηγή:https://thanpan.org/2016/10/09/%CE%B7-%CF%81%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CF%8D-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B6%CE%AC-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CE%B8%CE%AD%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%BF-%CE%B5%CF%81%CF%85%CE%B8%CF%81%CE%AC/
Το ελληνικό προεπαναστατικό θέατρο την εποχή του Διαφωτισμού γεννήθηκε
χάρη στις πρωτοβουλίες λόγιων. Τη φροντίδα των παραστάσεων αναλάμβαναν
ερασιτέχνες καθώς δεν είχε εμφανισθεί ακόμη στο ελληνικό θέατρο ο
ειδικός καλλιτέχνης θεατράνθρωπος.
Οι πρώτες, εμβρυακές θεατρικές δραστηριότητες ήταν το αποτέλεσμα των
ιδεολογικών και κοινωνικών ανακατατάξεων που έφερε ο ευρωπαϊκός
Διαφωτισμός στον κόσμο των Ελλήνων λογίων ιδιαίτερα ως προς την σημασία
της παιδείας και της εθνικής αφύπνισης.
Το ελληνικό θέατρο εκείνης της περιόδου είχε πρωτίστως παιδαγωγικό ρόλο.
Εκείνη την προεπαναστατική περίοδο, η δραματουργία έδρασε στο ελληνικό
και γενικότερα στο ελληνόφωνο κοινό εθνεγερτικά με σκοπό την
απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό με έμφαση στα δημοκρατικά και
αντιτυραννικά ιδεώδη. Οι πολιτικές τραγωδίες του Βολταίρου και οι
αντιτυραννικές του Αλφιέρι ανέβαιναν μαζί με έργα της αρχαίας
δραματουργίας.
Ένα από τα κέντρα του ελληνισμού όπου άρχισε να ζωντανεύει το θέατρο
εκείνη την εποχή ήταν και η Βλαχία. Το 1817 η Βλαχία, ο Νότος της
σημερινής Ρουμανίας, βρισκόταν υπό ρωσική κατοχή. Έτσι, την χρονιά
εκείνη άρχισε να αναπτύσσεται και στην Μολδοβλαχία το κίνημα της Φιλικής
Εταιρείας και τα μέλη της στην περιοχή αριθμούσαν τα 30 και μόνο το
επόμενο έτος θα άρχιζαν οι αθρόες μυήσεις. Την ίδια εκείνη χρονιά, το
1817, η ερασιτεχνική θεατρόφιλη ομάδα της δομνίτσας Ραλλούς Καρατζά,
κόρης του ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά, ανέβασε σε ειδικά
διαρρυθμισμένη αίθουσα του ηγεμονικού μεγάρου στο Βουκουρέστι την
«Εκάβη» του Ευριπίδη και αποσπάσματα από τον «Ορέστη» του Αλφιέρι, τον
«Βρούτο» του Βολταίρου και το βουκολικό μυθιστόρημα «Δάφνις και Χλόη»
του Έλληνα συγγραφέα του 3ου μ.Χ. αιώνα Λόγγου. Ακόμη, παραστάθηκε ο
μονόλογος της αυτοκτονίας από την παλαιότερη σωζόμενη τραγωδία του
Σοφοκλή, τον «Αίαντα».
Το αμέσως επόμενο έτος, το 1818, δόθηκαν στο Cişmeaua Roşie, το θέατρο
της «Ερυθράς Κρήνης» παραστάσεις του πρώτου ερασιτεχνικού θεάτρου που
ίδρυσε στο Βουκουρέστι η Ραλλού Καρατζά. Τότε ανέβηκαν ο «Ιούνιος
Βρούτος» του Βολταίρου σε μετάφραση του ιατροφιλόσοφου Μιχαήλ Χρισταρή
και ο «Τιμολέων» του Λευκαδίτη δραματικού ποιητή, δικαστικού και Φιλικού
Ιωάννη Ζαμπέλιου σε διδασκαλία Κωνσταντίνου Ιατρόπουλου.
Το 1819 παραστάθηκαν η «Φαίδρα» του Ρακίνα σε μετάφραση Ιακώβου Ρίζου
Ραγκαβή και διδασκαλία Κωνσταντίνου Ιατρόπουλου, ο «Ιούλιος Καίσαρ» («Ο
θάνατος του Καίσαρος») του Βολταίρου σε μετάφραση του λόγιου διδάσκαλου
Γεώργιου Σερούιου, η «Ασπασία» του Ιακωβάκη Ρίζου – Νερουλού και «Ο
θάνατος του Πατρόκλου» (πρόκειται για το έργο «Αχιλλεύς» του Αθανάσιου
Χριστόδουλου).
Μεταξύ των μαθητών του Λυκείου και ερασιτεχνών ηθοποιών στο θέατρο που
βρισκόταν στην συμβολή των σημερινών οδών Calea Victoriei και strada
general Berthelot, ξεχώρισαν ο Θεόδωρος Αλκαίος και ο Θεόδωρος Κυριακού
Αριστίας ο οποίος σπούδασε υποκριτική στο Παρίσι κοντά στον περίφημο
ηθοποιό Talma με υποτροφία της Ραλλούς Καρατζά η οποία διέκρινε τις
ικανότητές του.
Εκεί εμφανίσθηκαν και οι πρώτες ερασιτέχνιδες ελληνίδες ηθοποιοί, η
Μαριγώ Αλκαίου (σύζυγος του Θεόδωρου Αλκαίου) η Μαρία Παπαϊωάννου, η
ρουμανικής καταγωγής Μαριώρα Μπογδανέσκου και τρεις ανώνυμες, η Ελένη, η
Ζωίτσα και η Ειρήνη. Η Μαριγώ Αλκαίου έγινε επαγγελματίας ηθοποιός και
έδωσε παραστάσεις στην Σύρο το 1829 με τον θίασο του συζύγου της.
Κεντρική μορφή σε αυτήν την κίνηση υπήρξε η Ραλλού Καρατζά η οποία
καταγόταν από οικογένεια εύπορων φαναριωτών. Ο πατέρας της υπήρξε
ηγεμόνας της Βλαχίας από το 1812 έως το 1818. Γεννήθηκε το 1799 στην
Κωνσταντινούπολη. Έπεισε τον πατέρα της να ιδρύσει θεατρική εταιρεία και
ασχολήθηκε ενεργά με το θέατρο που ίδρυσε η ίδια με μαθητές του
Ελληνικού Σχολείου του Βουκουρεστίου ως διευθύντρια, ηθοποιός και
μεταφράστρια, ενώ συμμετείχε και στην Ελληνική Επανάσταση ούσα μέλος της
Φιλικής Εταιρείας. Το θέατρο λειτούργησε μεταξύ 1818 και 1820, αλλά
καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1825 και η θεατρική του δραστηριότητα
αποκαταστάθηκε το 1833. Ήλθε σε επαφή με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και
έλαβε μια καλή εκπαίδευση, μιλώντας ελληνικά, γαλλικά, γερμανικά και
τουρκικά, ενώ υπήρξε θαυμάστρια του Μότσαρτ, του Μπετόβεν, του Σίλλερ
και του Γκαίτε. Το ενδιαφέρον της υπήρξε μεγάλο και για το αρχαίο και
για το σύγχρονο θέατρο και μετέφρασε ή και έπαιξε σε δυτικοευρωπαϊκά
έργα ενώ έδωσε και υποτροφίες σε ηθοποιούς για σπουδές στο Παρίσι. Από
το 1829 έζησε στην Αθήνα, πανδρεύτηκε τον Γεώργιο Αργυρόπουλο με τον
οποίον απέκτησε δύο παιδιά και πέθανε στις 16 Απριλίου του 1870 στο
Thonberg (κοντά στην Λειψία) της Γερμανίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου