Πηγή:https://www.facebook.com/politikoi.prosfigoi/posts/4483967111692845
Στις 17 Οκτωβρίου 2021, στην Οστράβα, Τσεχία, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 94 ετών, η Ελευθερία Κοτούπα, μαχήτρια του ΔΣΕ. Τα πιο θερμά συλλυπητήρια στα παιδιά, εγγόνια και συγγενείς της.
Η Ελευθερία Κοτούπα γεννήθηκε το 1927 στο χωριό Ομορφοκκλησιά Καστοριάς. Μετά από τόσα χρόνια ακόμα θυμάται το χωριό της με μεγάλη αγάπη. Ένα μικτό χωριό «από Σλαβομακεδόνες, Λαζούς, Τούρκους, Έλληνες που όλοι ζούσαν αδελφικά και δεν έκαναν διακρίσεις». Θυμάται την βυζαντινή εκκλησία με το ανάγλυφο του Αγίου Γεωργίου, για το οποίο πηγαίνουν προσκυνητές από όλη την Ελλάδα. Θυμάται ότι το σχολείο της ήταν απέναντι από την εκκλησία με μεγάλη αυλή στην οποία γυμνάζονταν, τραγουδούσαν, έτρεχαν οι μαθητές. Ήταν ένα όμορφο και ήσυχο χωριό μέχρι να έρθουν οι Γερμανοί κατακτητές, οι οποίοι το σχολείο το έκαψαν, αλλά όχι την εκκλησία και όπως η ίδια λέει ‘ποιος ήξερε τι τύχη μας περίμενε’. Όπως οι περισσότεροι νέοι του χωριού και η ίδια οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ.
Αναδημοσιεύουμε τη συνέντευξη με την Ελευθερία Κοτούπα, από το Καλημέρα
3/2015, την οποία έδωσε όταν ήταν 88 χρονών στην Τασούλα Ζησάκη-Healey:
«Εγώ στην Κατοχή ήμουν στην ΕΠΟΝ, αυτά τα πόδια που τα βλέπεις έχουν τρέξει πολύ – πηγαίναμε με την Ξανθούλα στο Καλοχώρι να βρούμε το σύνδεσμο, να τους πάμε χαρτιά, σημειώσεις, να φέρουμε άλλα. Πηγαίναμε νύχτα, περνούσαμε το ποτάμι. Δε φοβόμασταν. Τώρα που το σκέφτομαι φοβάμαι, αλλά τότε, εάν και κορίτσια δεν σκεπτόμασταν το κακό που μπορούσαμε να πάθουμε διότι η αντίδραση κρυβότανε, παραμόνευε… Αλλά εμείς είχαμε το σκοπό μας, την ιδεολογία μας, θέλαμε λεύτερη πατρίδα! Και φυσικά στο σπίτι δε λέγαμε τίποτα, όλα τα κάναμε στα κρυφά. Αλλά, εάν μας έπιαναν ποιος ξέρει τι θα μας έκαναν, και ξέρεις, πρώτα-πρώτα θα μας βίαζαν και μετά θα μας καθάριζαν. Αυτές τις σκέψεις τώρα τις κάνω, τότε δεν είχαμε φόβο. Εμείς ήμασταν και συνηθισμένες να πηγαίνουμε στα χωράφια μας που ήταν αρκετά μακριά από το χωριό μας και όταν ήταν ειρηνικά τα χρόνια δεν ακούγαμε κάτι κακό να γινότανε. Αλλά τώρα με την Κατοχή και με τους συνεργάτες των Γερμανών είχαν αλλάξει τα πράγματα».
Η Ελευθερία έφυγε στο βουνό, στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας τον Απρίλη του 1947.
«Στο χωριό μας έμπαιναν και οι στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού. Έμπαιναν περισσότερο όμως οι ΜΑΥδες και οι μπουραντάδες. Και τι δεν κάνανε: Μπαίνανε στα σπίτια μας και ότι έβρισκαν το άρπαζαν, δεν σκέφτονταν πώς θα ζήσει μια οικογένεια. Αναγκαστήκαμε να φύγουμε. Δεν το είπα στη μάνα μου, μόνο στη μεγάλη μου αδερφή. (Η μητέρα μου είχε 9 γέννες – 5 κορίτσια και 4 αγόρια. Ο ένας ο αδερφός μου, ούτε 15 χρόνων δεν ήταν, ψηλός, ξανθός, παλληκάρι, είχε φύγει στο βουνό πριν από μένα. Μάθαμε ότι σκοτώθηκε ο Χρήστος, αλλά δεν ξέρουμε λεπτομέρειες. Κι εγώ σηκώθηκα κι έφυγα, ήταν κι άλλοι μαζί μου, εμείς αυτά τα κουβεντιάζαμε στην οργάνωση. Πρώτα πήγαμε στη Λάγκα και από κει μας στείλανε στο Γράμμο όπου μας άλλαξαν τα ρούχα, μας έδωσαν παντελόνια (εγώ είχα βγει με το φουστάνι!) και μια αραβίδα. Ήθελαν να μου την αλλάξουν με ένα ιταλικό όπλο, πιο μεγάλο και από το μπόι μου, αλλά εγώ την αραβίδα δεν την έδινα. Ήθελα μ’ αυτή την αραβίδα να σκοτωθώ. Εάν και μας εκπαιδεύσανε στη χρήση όπλων, εγώ ήξερα να χρησιμοποιώ όπλο ακόμα από τον αλβανικό πόλεμο. Όταν επέστρεφαν από το μέτωπο οι στρατιώτες μας, μένανε και στο χωριό μας, κι εμείς τα παιδιά τρέχαμε και τους ρωτούσαμε να μας δείξουν πώς χειρίζονται το όπλο και αυτοί μας δείχνανε. Τα παιδιά μαθαίνουν γρήγορα. Κι εμείς ήμασταν παιδιά του πολέμου, τα παιχνίδια μας ήταν τα όπλα. Ύστερα, στο βουνό και τα πολυβόλα έμαθα. Στο Γράμμο, μετά από την εκπαίδευση, μας χώρισαν (εκεί είχαμε μαζευτεί πολλοί και όχι μόνο από τα δικά μας τα χωριά!). Εμένα με στείλανε στην 14η Ταξιαρχία, του Αχιλλέα Παπαϊωάννου. Ο Αχιλλέας ήταν ‘λαϊκός’ άνθρωπος, έρχονταν με το άλογο, μας μιλούσε, δεν ήταν περήφανος. Αυτό δεν μπορώ να πω για τον Γιαννούλη, δεν μας ήταν και πολύ συμπαθητικός. Όταν ήμουν στη Σχολή Αξιωματικών το 1947, ο Γιαννούλης έρχονταν εκεί. Δε θυμάμαι τη Σειρά, αλλά θυμάμαι ότι εκεί ήμουν κάμποσο καιρό. Οι μάχες ήταν σκληρές. Προπαντός, αυτή στο Μάλι-Μάδι. Εκεί με πετύχανε δυστυχώς το Σεπτέμβρη του 1948. Τραυματίστηκα στο χέρι, στο πλευρό, στο κεφάλι. Να δεις τι γινότανε εκεί πέρα. Πώς ζήσαμε, δηλαδή αυτοί που ζήσαμε, δεν ξέρω. Πολλοί σακατευτήκαμε. Εγώ ήμουν παντού τρύπες. Να, και τώρα τα βλέπω εκείνα τα βουνά μπροστά μου. Νερά δεν έχει το Μάλι-Μάδι, και εκεί που είχε τα είχαν σημαδέψει ο κυβερνητικός στρατός και τα βομβάρδιζαν, ήξεραν που βρίσκονται, είχαν χάρτες, ξέρανε. Εμείς τη δίψα που τραβήξαμε δεν περιγράφεται – τρέχαμε για μια σταλιά νερό και αμέσως πίσω, στη μάχη. Ναι, τα βουνά τα είχαμε μάθει σαν την παλάμη του χεριού μας. Αυτά τα βουνά μόνο πέτρα.. Δεν είχαμε τι να φάμε, αλλά πολεμούσαμε. Είχαμε αντοχή διότι πιστεύαμε στον αγώνα μας. Και ξέρεις, στις μάχες, πεινασμένοι, διψασμένοι, αλλά όλο με τραγούδια και χορούς πηγαίναμε. Δεν το είχαμε ανάγκη - εάν θα σκοτωνόμασταν, θα σκοτωνόμασταν. Ο πόλεμος αυτά έχει. Βλέπεις σήμερα, ο νέος άνθρωπος είναι αλλιώς – και με φτυάρι λίρες να του δώσουν, στρατιώτης δεν πάει. Ναι, εμείς πηγαίναμε για την πίστη μας, για τα ιδεώδη μας, για το δίκιο μας. Ο πόλεμος δεν είναι καλός. Σήμερα ένα κομμάτι ψωμί και λίγο νερό να έχω, μου φτάνει, δε θέλω πόλεμο. Από πόλεμο είδαν τα μάτια μου, μόνο κακό φέρνει ο πόλεμος. Θυμάμαι στο χωριό, η μάνα μου φοβόταν διότι όταν έμπαιναν οι αντιδραστικοί το είχαν καμάρι να βιάσουν μία γυναίκα, ήταν μεγάλη τους ‘τιμή’. Για μας ήταν καλύτερο να σε σκοτώσουν παρά να σε ατιμάσουν. Και πολλές κοπέλες και γι’ αυτό βγήκαν στο βουνό. Αυτό που δεν άντεχα ήταν τα αεροπλάνα, τα οποία πετούσαν τόσο χαμηλά, που μας έπαιρνε ο αέρας και εμείς προσπαθούσαμε να μην κουνηθούμε καν και λέγαμε άμα μας σκοτώσουν έτσι ακίνητους θα μας βρούνε.
Δυστυχώς, τραυματίστηκα και δεν μπόρεσα να συνεχίσω. Με πήραν και με κατέβασαν στο Βατοχώρι. Ήμασταν πολλοί τραυματίες στο Μάλι-Μάδι, μας έπαιρναν με τα φορεία, μας πήγαν στα γιουγκοσλάβικα σύνορα και εκεί μας παρέλαβαν με μεγάλη φροντίδα. Εμένα μου κακοφαινότανε που κατηγορούσαν τη Γιουγκοσλαβία που κι αυτή με όλη τη φτώχια της, μόλις είχαν βγει από τον πόλεμο, μας βοηθούσαν πάρα πολύ. Από τα σύνορα μας πήγαν στο νοσοκομείο στα Σκόπια. Ούτε καν ήξερα τι νοσοκομείο ήταν – εγώ προσπαθούσα να σταματήσω το αίμα από τα τραύματα μου με κάτι κεντημένα μαντιλάκια που είχα. Και το μόνο που άκουγα ήταν το χρ…χρ… όταν ανάπνεα. Στην Γιουγκοσλαβία κάθισα αρκετά, εκεί ήμασταν πολλοί τραυματίες αντάρτες. Δεν θα ξεχάσω την φροντίδα των γιατρών και των νοσοκόμων.
Και μια μέρα φύγαμε από την Γιουγκοσλαβία και μας πήγαν στην Ουγγαρία, στο νοσοκομείο της Βουδαπέστης, δεν ξέρω γιατί φύγαμε. Στην Ουγγαρία δεν καταλάβαινα καθόλου τη γλώσσα, ενώ στην Γιουγκοσλαβία τα σλάβικα πάνω-κάτω τα καταλάβαινα. Ακόμα από το βαγόνι του τραίνου μας είχαν πάρει οι γιατροί και οι νοσοκόμες και μας μετέφεραν με νοσοκομειακά αυτοκίνητα στο νοσοκομείο. Αυτό το νοσοκομείο ήταν πιο ωραίο. Εκεί πέρασα ακτίνες, όλες τις εξετάσεις και αποφάσισαν να μου κάνουν εγχείρηση. Αλλά ο διερμηνέας, Πέτρο τον λέγανε, από την Πρέσπα, μου εξήγησε ότι το βλήμα ήταν πολύ κοντά στην καρδιά και υπήρχε κίνδυνος για τη ζωή μου. Κι έτσι δεν έκανα εγχείρηση και το βλήμα το έχω ακόμα σαν δώρο. Και καλά που δεν ήταν σφαίρα, θα πήγαινε στην καρδιά μου… Εκεί, στο νοσοκομείο είχα αρχίσει να γράφω και το ημερολόγιο μου, αλλά που να τα φυλάξεις όλα αυτά, όλο σε κίνηση ήμασταν.
Κατά το τέλος του 1948, σηκώθηκα στα πόδια μου και μία γυναίκα, η Ξανθούλα, μου είπε ότι είναι να φύγω από τα νοσοκομείο. Ήρθαν, μας πήραν, γύρω στα 15-20 άτομα με νοσοκομειακά αυτοκίνητα και μας πήγαν σ’ ένα χωριό Πουτνοφ, νομίζω το λέγανε, και μας τακτοποίησαν σ’ ένα μεγάλο κτήριο, πολύ ωραίο. Εκεί, εγώ ήθελα να βοηθώ στο μαγειρείο, αλλά μ’ ένα χέρι, ήταν κάπως δύσκολο. Από κει, νομίζω ότι πήγαμε στο χωριό Μπελογιάννη και εκεί βρήκα την αδερφή της μητέρας μου, την ξαδέρφη μου, βρήκα και αρκετούς χωριανούς. Και εκεί με βάλανε να είμαι δασκάλα στα Ελληνόπουλα. Εκεί είχαμε κι έναν πολύ καλό δάσκαλο, Μπελέτσκα Γιώργο τον λέγανε, για τα παιδιά την ψυχή του έδινε. Εγώ διάβαζα πολύ. Στα παιδιά μάθαινα και πολλά αντάρτικα τραγούδια, ήξερα πάρα πολλά. Και πάντα έλεγα στα παιδιά ότι αυτά είναι αντάρτικα τραγούδια, τα τραγουδούσαμε όταν πολεμούσαμε και τουφεκίζαμε τους φασίστες. Κι όλο τραγουδούσαμε για να είμαστε γεροί, να ανοίγουν οι πνεύμονες. Όταν πηγαίναμε εκδρομή, στο δρόμο έλεγα στα παιδιά να τραγουδούν, τους κάνει καλό στους πνεύμονες. Στα παιδιά μιλούσα σαν σε μεγάλους διότι αρκετά από αυτά ήταν 14 με 15 χρόνων. Κάναμε γύρους στο χωριό Μπελογιάννη, πηγαίναμε και μέχρι σε ουγγαρέζικα χωριά, αλλά δεν μπαίναμε μέσα. Στο δρόμο όμως οι Ούγγροι μας χειροκροτούσαν. Με τον άνδρα μου, τον Όμηρο, συναντηθήκαμε σε χορούς. Αυτός δούλευε στα κομματικά γραφεία, δίπλα στο σχολείο, οπότε με έβλεπε από εκεί. Κάναμε πολλούς χορούς αλλά εγώ και η ξαδέρφη μου Πολυξένη είχαμε αποφασίσει να μη χορεύουμε με ξένους άνδρες και προπαντός όταν οι χοροί ήταν κολλητοί. Όταν μου ζήτησε να χορέψω με το ‘Χορεύεται Σβομπόντα, δηλαδή στα σλαβομακεδόνικα Ελευθερία, εγώ ξαφνιάστηκα και αμέσως έφυγα από το χορό. Ναι, στο Μπελογιάννη κάθισα αρκετό καιρό, αλλά και ο σύντροφος Όμηρος δεν παραιτήθηκε και όταν με ζήτησε, του είπα: ‘Τόσα κορίτσια γερά, νέα κι εσύ ήρθες να πάρεις εμένα τη σακάτισσα;’ Ε, ναι, παντρευτήκαμε. Ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος, ποτέ δεν ύψωσε την φωνή του. Τώρα πέθανε, καλύτερα εγώ να πέθαινα πρώτη, αλλά κι αυτός χωρίς εμένα δεν θα ζούσε πολύ. Μ’ ένα χέρι έπλυνα, καθάριζα, σιδέρωνα, μαγείρευα, κοίταξα τα παιδιά μου, κάθε βράδυ μπάνια στα παιδιά και κουβαλούσα το νερό από έξω, μετά στο μεγάλο καζάνι πάνω από τη σόμπα. Τα παιδιά γεννήθηκαν στην Ουγγαρία. Μετά ο Όμηρος έφυγε από το χωριό Μπελογιάννη και πήγε στα ανθρακωρυχεία. Εκεί του έδωσαν σπίτι με όλα του μέσα, μπαλκόνι, ζεστό νερό, θέρμανση και μία μέρα πήραμε τη βαλίτσα μας, (δεν είχαμε και κάτι άλλο) και πήγαμε κι εμείς εκεί. Εκεί καθίσαμε αρκετά. Ο Όμηρος ήθελε πολύ να σπουδάσει διότι όταν ήταν στην Ελλάδα, μόλις είχε μπει στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, άρχισε ο πόλεμος με τους Ιταλούς. Από το βουνό, κι αυτός ήταν τραυματίας με πολλές εγχειρήσεις στο στομάχι, χωλή, κλπ. Αλλά ο φίλος του Βασίλης στη Βουδαπέστη τον είχε συμβουλέψει ότι στα 32, τραυματίας, χωρίς καλά να ξέρει τη γλώσσα, δεν θα τα καταφέρει. Πήγε ο Όμηρος και μετά από μισό χρόνο αρρώστησε και πάει πάλι το πανεπιστήμιο. Μέχρι που πέθανε έλεγε: ’Εγώ δεν μπόρεσα να σπουδάσω, αλλά τα παιδιά μας πρέπει να σπουδάσουνε’. Και τα παιδιά μας σπούδασαν, ο Αθανάσιος είναι αρχιτέκτονας (απόφοιτος από το Πανεπιστήμιο του Μπρνο) και ο Χρήστος είναι οικονομολόγος (απόφοιτος από το Πανεπιστήμιο της Πράγας). Και τα εγγόνια μου κι αυτά σπουδάσανε στην Πράγα. Μόνο η Κατερίνα τελείωσε μόνο το γυμνάσιο και τώρα περιμένει κοριτσάκι. Εγώ θα ήθελα να έχουν και ένα αγόρι να πάρει το όνομα μας… Ναι, δεν σου είπα, στην Τσεχοσλοβακία ήρθαμε διότι είχα εδώ δύο αδέρφια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου