Πηγή:http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=178804
https://www.athensvoice.gr/culture/theater/423242_aggelika-nikli-solomoy-i-diafani
H Αγγελική Νίκλη διασχίζει την Ιστορία μέσα σε μια γλοιώδη ηθικοπλαστική χλεύη που, μαζί με τον εξευτελισμό της, στοχεύει τον πρώτο της γιο, Διονύσιο Σολωμό. Του προσάπτουν ότι είναι νόθος, εξώγαμο, παράνομο, χαρακτηρισμοί νηπιώδους κενοσοφίας, που, ωστόσο, απασφαλίζουν έναν σταθερά εμφανιζόμενο, μνησίκακο και συμπλεγματικό, οχετό ύβρεων κατά του προσώπου του, το οποίο θεωρούν εύκολο να λοιδορήσουν όσοι δεν έχουν το υποτυπώδες θάρρος να χαρούν από το τετελεσμένο της ποιήσεώς του μέγα επίτευγμα.
Το «παράπτωμα» που καταλογίζουν εμμέσως (και το έμμεσο σημαίνει πάντα πολιτιστικό, πολιτικό και κοινωνικό βόρβορο) στη Νίκλη είναι ότι έκανε τον Διονύσιο και τον Δημήτριο σε σχέση παλλακείας με τον εργοδότη της, κόντε Νικόλαο Σολωμό, ο οποίος το βράδυ πριν πεθάνει νυμφεύθηκε την υπηρέτριά του Αγγελική Νίκλη και αναγνώρισε τους δύο φυσικούς γιους του. Κι επειδή η ανανδρία δεν μοιάζει ποτέ της παλικαριάς, ούτε η αχαριστία και η μικροψυχία τής μοιάζουν, η Νίκλη αντιμετωπίζεται υποτιμητικά σαν γυναίκα και μάνα δεύτερης κατηγορίας, μάνα νόθων. Η γέννα τους γέννησε την καταστροφή για τη μάνα, που ολοκληρώθηκε όταν ένας τρίτος γιος της, από δεύτερο εσπευσμένο γάμο, ο νομικός Ιωάννης Λεονταράκης (η εγγενής ειρωνεία κάποιων επωνύμων λύνει εξαρχής κάθε ζήτημα), προσέφυγε στα δικαστήρια ζητώντας να αναγνωρισθεί ως νόμιμος-γνήσιος γιος τού κόντε Σολωμού και να πάρει ολόκληρη την περιουσία, αποκλείοντας τους δύο φυσικούς γιους1. Η λιονταρίνα Αγγελική Νίκλη, προφανώς εξαπατημένη (ή εκβιαζόμενη από τον αργυραμοιβό σύζυγό της) σχετικά με τις συνέπειες του αιτήματος, και παραβλέποντας με παράλογο τρόπο τον αντίκτυπο που θα είχε η προκλητική στάση της στην ψυχολογία των δύο πρώτων της γιων και στις σχέσεις τους μαζί της, υποστήριξε με θέρμη το άτοπο αίτημα, για να επωφεληθεί οικονομικώς και το τρίτο της, ζηλόφθονο και λαίμαργο, λιονταράκι, όμως, καθώς η προσωπική της ζωή έγινε περίγελως, κατρακύλησε στην ανυποληψία και στην καταφρόνηση, κι αυτά όλα αποτέλεσαν ένα αξεπέραστο χτύπημα για τον Σολωμό.
Ο γιος της που 'γραφε: «Νόμιζέ με φιλοστοργώτατόν σου υιόν - Νοιώθω ν' αδυνατίζει κάπως το φως μου. Θεέ μου, δε θα θέλω να φθάσω σε θέσι να μη μπορώ να σε ξαναδώ»1, κι είχε ήδη γράψει προφητικό λαϊκό τραγούδι για τη μοίρα της μάνας του και των γυναικών: «Κόσμε ψεύτη! τες κόρες τες μαύρες, κατατρέχεις όσο είν' ζωντανές, σκληρέ κόσμε! και δεν τους λυπάσαι την τιμήν, όταν είναι νεκρές», δεν θέλησε να την ξαναδεί ούτε να της ξαναμιλήσει. Της έκανε έξωση από το σπίτι τους. Τη διέγραψε. Ηταν η παράφορη, οργισμένη αντίδραση ενός ορφανού από εννιά χρονώ μεγαλωμένου στην ουσία μόνο από τη μάνα του, στην οποία όφειλε τις θύραθεν, σκληροτράχηλες και αθυρόνοες, ρίζες της παιδείας και της ποιήσεώς του που άνθιζε στο χάσμα των πραγμάτων, ή ήταν η άκαμπτη διορατικότητα ενός καθιερωμένου ποιητή που είδε τον πυρήνα της υπάρξεως του, τη ζωή της μάνας του, να διασύρεται, και διείδε ότι η προσβλητική αυτή υπόθεση θα γινόταν εφαλτήριο ν' αμαυρωθεί, μέσω του μεθεπόμενου δικού του διασυρμού, η ίδια η Αδήπνοη ποίησή του, κάτι που συνέβη και συμβαίνει, εσχάτως με πρόσχημα τις στροφές του Υμνου για την άλωση της Τριπολιτσάς, κατά τις μομφές που του αποδίδουν με αξιοζήλευτη τόλμη οι περικαλλείς σπουδαρχίδαι της τερπνής παλαιικότητας.
Μήπως όμως η τεράστια ψυχική δοκιμασία, που τον εξάντλησε, τον ώθησε κιόλας να προσδώσει αυτό το εκπληκτικό ψυχικό βάθος στους ήρωες των ημιτελών συνθέσεών του, αναδεικνύοντάς τον και σε μυθιστοριογράφο σπάνιας ποιότητας, μήπως η δίκη ήταν το τραγούδι που, πάλι παιδευτικά, τραγούδαγε η μάνα στον ενήλικο τώρα γιο της, ίδιας σημασίας με 'κείνα τα τραγούδια που του 'λεγε όταν ήταν μικρός και τον έκαναν να νιώθει πόσο γερά κι ασύντριπτα είναι τα κόκαλα της γλώσσας και πως μόνο οι λέξεις ασβεστώνουν αδιάβροχα το νοτισμένο κέλευθος του κόσμου -είχε ωραία φωνή η καλλονή η μάνα του, τραγούδαγε ενώ έκανε δουλειές ή έβγαινε απόβραδο στο παραθύρι κι έστηνε το μελεσίπτερο τραγούδι της, κι από δίπλα της μαγεμένος ο Σολωμός σκεφτόταν πως αυτός θα 'γραφε μια μέρα καλύτερα τραγούδια κι έδιν' όρκο στα πεφτάστερα πως θα τα καταφέρει;
Ή μήπως, αντίθετα, το μανιάτικο ένστικτο της μάνας του, καρδαμωμένο ανάμεσα σε βράχια, ήλιους κι αρμυρανέμια, έπρεπε να καταλάβει ότι είχε χρέος να προστατέψει τον γιο της τον ποιητή, που 'χε και το δίκιο με το μέρος του, παρά να νοιαστεί για τη μειονεξία του άλλου; Ο,τι και να έπρεπε, η πενταετής δίκη, που έχασε ο ετεροθαλής αδελφός και έκτοτε μετώκησε στην Αγγλία, έσκαψε βαθιά τον λάκκο της Αγγελικής Νίκλη που από μάνα-ασπίδα κατάντησε μάνα-συμφορά. Μετάνιωσε, ζήτησε συγγνώμη και την αρνήθηκε ο ταπεινωμένος και κλονισμένος γιος της ή δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη και δεν μετάνιωσε, παρά τον ξεπεσμό της: «...ήλθε η μάνα μας, Διονύσιε, σε άθλια κατάσταση, κουρελιασμένη και πεινασμένη και με παρεκάλεσε να την συνδράμω... Βγάλε κι εσύ ένα μηνιάτικο γι' αυτό το δυστυχισμένο πλάσμα που μ' όλα της τα σφάλματα δεν παύει να είναι η μάνα μας» - «....Δεν της δίνω ούτε λεφτό». Στην απονενοημένη διαθήκη της, η Νίκλη μόνο τους δύο πρώτους γιους της αφήνει κληρονόμουςν, αλλά η έντιμη απόγνωση της μεταμέλειάς της ήταν έκθετη, και το γνώριζε. Οταν ο φαρμακωμένος Διονύσιος πέθανε στην Κέρκυρα το 1857, δυο χρόνια πριν από 'κείνην, δεν παρέστη στην κηδεία η μάνα του. Εφτιαξε η γρια-μάνα κόλλυβα για το πρωτοβλαστάρι της, τον ποιητή της Ελευθερίας και του Εθνους, που την αποκήρυξε, ή ήτανε καμιά σκληρόπετση γριά που, σαν της το 'πανε, ίσα που πετάρισε το βλέφαρό της από τη συγκίνηση και σκεπάστηκε με το μαύρο μαντίλι της γυρνώντας αλλού το κεφάλι; Επιασε μήπως κάνα μανιάτικο μοιρολόι τέτοιο, που κάνει τα βουνά να βλαστημάνε την Τύχη τους που δεν 'γίναν άνθρωποι, έμπηξε φωνές και κλάματα, πήγε κι άναψε στο νεκροταφείο τα καντήλια, σύρθηκε, μια καμπουριαστή σκιά μες στις σκιές, στον τάφο του κόντε Σολωμού να του πει ότι συγχώρεσε τον γιο της που δεν τη συγχώρεσε και δεν της ζήτησε συγγνώμη, ή τον έπνιξε τον πόνο της στα μαραμένα στήθια της που κάποτε στητά κι ολόρθια τον είχανε βυζάξει, μήπως κιόλας τον είχε καταραστεί τον σιορ Διονύσιο που απαρνήθηκε με πάθος τη φταίχτρα μάνα του, και τέτοιες αχαριστιές δεν τις βολεύουνε οι αέρηδες της φύσεως; Αλλά η Αγγελική Νίκλη δεν καταράστηκε, δεν ήταν η γυναίκα της Ζάκυνθος, είναι η τιμή της Ζάκυνθος, είναι η τιμή όλων μας.
Πώς πέρασε τα χρόνια της κατά και μετά τη δίκη, και μέχρι τον θάνατο του Σολωμού και τον δικό της (που συνέπεσε με την έκδοση των Ευρισκομένων έργων του γιου της από τον σημαντικότατο Πολυλά), τι αντίκριζε στα μάτια των γειτονισσών και των αρχοντισσών η ατίθαση Μανιάτισσα, παρείσακτη, ούτως ή άλλως, στην αστική κοινωνία της Ζακύνθου; «Και δε μου σώνουνε τα φαρμάκια κ' οι πίκρες, μόν' υποφέρω και τα λόγια του κόσμου, και λένε, καλά να πάθω, και πως μου εμεριτάριζε κάψιμο»1. Οποια λόγια και χλεύη κι αν υπέφερε όμως, ήταν τίποτα μπροστά στη σπίλωση που την περίμενε μετά θάνατον κι απλώνεται στον χρόνο και στον χώρο, εντός κι εκτός Ελλάδας, μέσω των λεγομένων ελληνιστών. «Ο Σολωμός ήταν νόθος, η καταγωγή του θολή, η μάνα του πληβεία, απλή γυναίκα του λαού, ποπολάρα, παλλακίδα, παραδουλεύτρα», ακονίζουν διάφοροι την οικτρογενή αβελτηρία τους με ταξική χαιρεκακία (αλλά ο Σεφέρης βάζει το πληβεία σε εισαγωγικά) και τον λασπώνουν με κάθε είδους χυδαιότητα, αυτόν, που μας μετάγγισε την ευφορία των ανθρώπων όταν δημιουργούσαν τους θεούς τους: «Αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι», και τη μάνα του.
«Γέννησα το Σολωμό, δε σας φτάνει, ορέ κύριοι, δε το σεβοσάστενε; Σεβαστείτε αυτόνα αντίς για μένα», θα μπορούσε ν' απαντήσει με περιφρόνηση η Αγγελική Νίκλη. Κι αν ύψωνε λίγο τη φωνή, θα 'λεγε: «Ετσι αγαπάτε τις γυναίκες εσείς; Τάισα το κορμί μου μ' υγεία, κι ανάτρεψα χορτασμένο το Διονύσιό μου. Ολοι 'σείς που με κατηγοράτε, δεν εκάματε ποτές λάθη; Κι εσείς ποιόνα εγεννήσατε, εσείς ποιόνα ετέξατε;». Αλλά η περήφανη Αγγελική Νίκλη σιωπά. Διδάσκει ήθος διά της σιωπής της, ευπρέπεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου