Πηγή:
Μαρία Βικτωρίδου
![]() |
| Μαρία Βικτωρίδου |
Η Μαρία έζησε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια στην Κερύνεια ανάμεσα σε αδέλφια, ξαδέλφια, πολυάριθμα ανίψια και πολλούς άλλους συγγενείς. Τα σπίτια και περβόλια σχεδόν όλων, παρατάσσονταν δεξιά και αριστερά του δρόμου Κερύνειας-Λαπήθου, δυτικά του ποταμού Χατζή Χαλίλ, που αργότερα μετονομάστηκε οδός Ελλάδος. Όσοι συγγενείς δεν έριζαν εκεί, βρίσκονταν λίγο πάρα πέρα, σε κοντινή απόσταση, πίσω από τα περβόλια, ενώ άλλοι, ήταν πιο κοντά στη θάλασσα. Σε αυτό το περιβάλλον μεγάλωσε η Μαρία, με τις συγγένισσες της, μα συνάμα φίλες, φοίτησε στο Παρθεναγωγείο της πόλης, έμαθε τη νοικοκυροσύνη και τα ήθη και έθιμα του τόπου.
Τον Ιανουάριο του 1923, η Μαρία παντρεύτηκε τον Γρηγόρη Βικτωρίδη από το Κάρμι. Μετά το γάμο, το ζεύγος αναχώρησε για τη Νέα Υόρκη όπου ο Γρηγόρης, επιτυχημένος παντοπώλης, ήταν ήδη εγκατεστημένος. Εκεί, σύντομα απέκτησαν δυο κόρες, την Τέση και την Ελένη. Η ζωή όμως, παρά την οικονομική άνεση, πρέπει να ήταν δύσκολη για τη Μαρία, μόνη στη μεγαλούπολη, μακριά από τις συγγένισσες-φίλες της, τα περβόλια, τους λεμονανθούς τα κυκλάμινα και την τραμουντάνα. Έτσι όταν το 1932 η μικρότερη της κόρη αρρώστησε και ο γιατρός συνέστησε ένα ηπιότερο κλίμα για αυτή, το ζεύγος Βικτωρίδη αποφάσισε να επαναπατριστεί. Πρώτη θα επέστρεφε στην Κερύνεια η Μαρία με τις κόρες τους και θα ακολουθούσε ο Γρηγόρης αφού πουλούσε τα μπακάλικα του και τακτοποιούσε τις εκεί υποχρεώσεις του.
![]() |
Εφ. «Φωνή της Κύπρου»,
24 Σεπτ., 1932.
|
Στον απελευθερωτικό αγώνα 1955-59, λίγοι ήσαν αυτοί που γνώριζαν ή ακόμη και υποψιάστηκαν ότι η Μαρία Βικτωρίδου – η ήσυχη, φιλόξενη, απλή γυναίκα που συχνά μιλούσε με γνωμικά – μυήθηκε στην ΕΟΚΑ. Ούτε πέρασε ποτέ από τη σκέψη τους ότι αυτή η γυναίκα, το 1957-58, παράλληλα με τη φροντίδα των μικρών της εγγονιών, ήταν ο φύλακας άγγελος κάποιου άλλου, μάλιστα επικηρυγμένου από την αγγλική αποικιοκρατική κυβέρνηση για £5,000. Στο σπίτι της κόρης και του γαμπρού της, Ελένης και Ανδρέα Καρεφυλλίδη, είχε ετοιμαστεί ένα κρησφύγετο, όπου για αρκετούς μήνες, έζησε εκεί ο Κυριάκος Μάτσης, τομεάρχης τότε στην Κερύνεια.
Είναι πράγματι άξιο απορίας πως η Μαρία Βικτωρίδου τα κατάφερε – με ένα δραστήριο τρίχρονο αγοράκι συνέχεια στη φύλαξη της, αλλά παράλληλα και όλες τις καθημερινές, συχνά απροειδοποίητες, επισκέψεις από συγγένισσες, φίλες, γειτόνισσες. Το μυστικό δεν το έμαθε κανείς, ούτε αυτή η μεγαλύτερη της κόρη που κατοικούσε λίγα βήματα πάρα πέρα, ούτε ο άγγλος νοικάρης στο σπίτι με πρόσοψη την οδό Ελλάδος.
Ατέλειωτες πρέπει να ήταν οι ώρες για τον Κυριάκο Μάτση, περιορισμένος όπως ήταν σε ένα δωμάτιο και στο κρησφύγετο του, λίγα μόνο βήματα από τον απόηχο της οδού Ελλάδος. Συνάμα και πρωτόγνωρες, αφού βρέθηκε αθέατος κοινωνός της Κερυνειώτικης καθημερινότητας και του γυναικόκοσμου, συγγενικά και φιλικά στενά συνδεδεμένου. Οι επισκέπτριες πολλές, όπως και οι χαρές και λύπες που μοιράστηκαν με το φύλακα άγγελο του ενώ αυτή διακριτικά τες απομάκρυνε από το σπίτι προς το περβόλι.
![]() |
| Δυο από τις εγγονές της Μαρίας Βικτωρίδου παίζουν ανέμελα έξω από το δωμάτιο στο οποίο διέμενε ο Κυριάκος Μάτσης. |
Η τουρκική εισβολή στις 20 Ιουλίου 1974, βρήκε τη Μαρία Βικτωρίδου μόνη στο σπίτι της οδού Ελλάδος. Όλες οι γειτόνισσες-συγγένισσες-φίλες που δεν είχαν ήδη φύγει μαζεύτηκαν μαζί μέχρι που τέσσερις-πέντε μέρες αργότερα ο αδελφός του γαμπρού της, ο Νίκος Καρεφυλλίδης, μαζί με άνδρες της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ τις μετέφερε στο ξενοδοχείο Dome. Εκεί, στα 74 της χρόνια, η Μαρία εγκλωβίστηκε για έξι ολόκληρους μήνες μαζί με πολλούς άλλους Κερυνειώτες. Οι Αμερικάνοι αρνήθηκαν να την απεγκλωβίσουν γιατί στα χαρτιά τους δεν ήταν Αμερικανίδα πολίτης. Έτσι από εκεί είδε την πόλη της που τούρκεψε, το σπίτι της και αυτά όλων των συγγενών-φίλων της που λεηλατήθηκαν, τους ανθρώπους να ξεριζώνονται. Εκεί ήταν όταν έμαθε πως απέκτησε τα πρώτα της δύο δισέγγονα. Επέμεινε όμως για έξι μήνες, πάντοτε με την αγωνία και τον καημό για την τύχη του εγγονού της, έφεδρου καταδρομέα στην 33η ΜΚ.
Πρόσφυγας πια και με βεβαρημένη υγεία, η Μαρία Βικτωρίδου απεγκλωβίστηκε από το ξενοδοχείο Dome τον Ιανουάριο του 1975 μεταφέροντας μαζί της τα λιγοστά αντικείμενα και κάποιες φωτογραφίες που κατάφερε να διασώσει από την τούρκικη λαίλαπα. Ένα μπογαλάκι όλο και όλο για τους κόπους μιας ζωής. Τον θησαυρό της ψυχής της όμως, την πίστη της προς τον Θεό, την αγάπη της για τον τόπο της, την καρτερικότητα και ελπίδα, την αξιοπρέπεια και νοικοκυροσύνη του παλαιού γυναικόκοσμου της Κερύνειας, αυτά τα μετέφερε στην προσφυγιά ακέραια και ανέπαφα. Τούτα, όσο και να προσπαθούσαν οι τούρκοι κατακτητές, δεν μπορούσαν ποτέ ούτε να λεηλατήσουν ούτε να καρπωθούν.
Η Μαρία Βικτωρίδου ξαναταξίδεψε στην Αμερική το 1980, αλλά δεν άντεξε να μείνει εκεί για πολύ. Δυο χρόνια αργότερα, επέστρεψε στην Κύπρο μαζί με τον σύζυγό της και ας μην ήταν στην Κερύνεια τους. Το 1987 απεύθυνε στον Γιαννάκη Μάτση ένα χειρόγραφο κείμενο όπου εξιστορεί κάποιες από τις αναμνήσεις της από την περίοδο όταν ο αδελφός του, Κυριάκος Μάτσης, διέμενε μαζί με την κόρη και τον γαμπρό της στο σπίτι στην οδό Ελλάδος και εκεί, λίγο πριν τον εντοπίζουν οι άγγλοι στο Δίκωμο, του είχε χαρίσει μια εικονούλα της Παναγιάς.
Η Μαρία Βικτωρίδου απεβίωσε στη Λευκωσία τον Ιανουάριο του 1990.
Μου χάρισες, καλή μου δέσποινα,
της Παναγιάς την εικονούλα και μούπες:
“Πάντα στις δύσκολες στιγμές
κοντά της κυνηγούσα
τη λύτρωση να βρω.
Γοργόκλιναν τα πόδια μου
μπροστά της γονατόντας
μαζί με το μυαλό.
Έτσι και συ παιδάκι μου
σύρνε σ' αυτήν το βήμασε
κάθε σου σκοπό.
Ζήτα σ' αυτήν παρηγοριάσαν
σε κτυπά η συμφορά
σε κάθε σου καιρό”.
Και τώρα, Παναγίτσα μου,
να την ψυχή γυμνή
γέρνει μπροστά Σου ταπεινή
σαν το χαμένο ναυαγό
που στον πλατύ ωκεανό
τη σωτηρία αναζητεί.
Κυριάκος Μάτσης
Κερύνεια 1958
«Κύριο Γιαννάκη Μάτσην,
Τον αδελφό σας δεν τον ξεχνούμε όπως δεν τον ξεχνάτε και σεις. Ο Θεός ας τους δώσει εκείνους που εκαταδέχτηκαν και έκαμαν αυτό το μεγάλο κακόν στον αδελφό σας. Είχε άμετρα χαρίσματα από τον Θεό, εξυπνάδες, καλοσύνες, πατριωτισμό. Ήμουνα ο φρουρός του· τα παιδιά μου ο Αντρέας και η Ελένη πήγαιναν στο μαγαζί. Είχα τα μικρά παιδιά τους, την Μαρία και τον Χρίστο που είναι αγνοούμενος· η Μαρία ήταν έξι χρονών και ο Χρίστος τριών χρονών· τα είχα όλη την ημέρα. Στο περβόλι επερνούσαν τες ώρες τους τα παιδιά· έρχονταν και της αδελφής της Ελένης τα παιδιά, όλα χαρούμενα δεν μας ενοχλούσαν. Τους επέρναμεν το φαί και έτρωγαν έξω. Ήταν η χαρά των παιδιών να παίρνουν το φαγητό τους έξω. Όταν εκοιμούνταν, πήγαινε και τα έβλεπε. Τους ευχόταν να τα δουν, ο Ανδρέας και η Ελένη, καλά παιδιά στην κοινωνία. Τα αγαπούσε πολύ.
Είχαμε και γυναίκα, μας εκαθάριζε μια φορά την εβδομάδα. Όταν ήτο ώρα να ξυπνήσει ο μακαρίτης ο αδελφός σας την εστέλλαμε έξω για ψώνια. Είμεθα όλοι τόσο προσεχτικοί. Όταν έρχονταν στρατιώτες, επροσπαθούσα να τους φέρνομαι πάντα χαρούμενη. Τους επρόσφερνα αναψυχτικά. Ανέβαιναν στην ταράτσα. Όταν του εχτύπουν την πόρτα, καταλάβαινε και κρυβόταν στο κρησφύγετό του. Οι ξένες δεν μας έλειπαν. Τες επεριποιούμουν όλες με χαρά. Τες έπαιρνα έξω να παίρνουν φρούτα από το περβόλι. Ερχόταν η Ρήνα, έφερνε τα μηνύματα από το Διγενή. Ερχόταν τόσο συχνά η Ρήνα. Για να μη παίρνουν είδηση εκείνοι που την έβλεπαν, της έλεγα: “Μας έφερες βούτυρο, Ρήνα, αυγά, γάλα;” Και μ’ αυτό τον τρόπο δεν καταλάβαινε κανείς. Ο παπάς της Ρήνας ήταν αδελφός μου, είχε φάρμα. Δεν του έλειπε τίποτε. Δεν το έμαθε ποτέ όμως ότι είχαμε κρησφύγετο.
Στο σπίτι των παιδιών μου η Ρήνα ήτο πάρα πολύ προσεχτική. Είχαν τόση πολλή δουλειά να ετοιμάσουν με το μακαρίτη τον αδελφό σας. Να βγάλουν φυλλάδια, να τα πάρει η Ρήνα εκεί που ήξευρε, να τα διανέμουν.
Όταν εμάζευε αρκετά (έγγραφα), τα ετοίμαζε μέσα σε ένα σακκούλι και μου τα έδινε να τα κάψω. “Πρόσεχε”, μου έλεγε, “να μην πάρει είδηση κανείς, διότι χαθήκαμε όλοι”. Του έλεγα: “Μη φοβάσαι”. Είχαμε μια βαρέλα, τα έβαζα μέσα, έγυρνα πετρέλαιο και τα έκαια. Το είχε μεγάλη ευχαρίστηση.
Τες νύχτες έβγαινε έξω. Επήγαινε από τα περιβόλια. Έρχετουν πάντα με τα παπούτσια λασπωμένα. “Άστα να τα καθαρίσω”, του έλεγα. Δεν μου επέτρεπε ποτέ να τα καθαρίσω.
Εχαίρετουν που είχε φύγει από τα χωριά. “Θα μένω εδώ”, μας έλεγε. “Για πάντα. Έως να τελειώσει ο Αγώνας. Δεν φοβάστε που με έχετε σπίτι σας;”
“Τι να φοβηθούμε. Τι να φοβηθούμε, όταν κανείς δεν ξέρει ότι είσαι σπίτι μας;”
“Ή κεφαλή μου”, μας λέγει “είναι πέντε χιλιάδες”.
“Ο Θεός να μην τους αφήσει”, του ελέγαμε.
Όταν ετηγάνιζα το αρνάκι, η ευχαρίστησή του ήταν να πάρει ένα κομμάτι, να φάει ζεστό.
Ήταν πολύ θρήσκος. “Θα πεθάνω”, μας έλεγε “33 χρονών, όπως επέθανε ο Χριστός μας” – “Μη λες τέτοια λόγια. Να ζήσεις χρόνια πολλά. Είσαι χρήσιμος σε ολόκληρη την κοινωνία” – “Αν θα ζήσω, θα παντρευτώ και θα έρχομαι σ’ αυτή την κάμαρη με την οικογένειά μου. Και θα ενθυμούμαστε όλοι μας τες μεγάλες αγωνίες που επεράσαμε, να μη μας βρουν οι στρατιώτες. Και θα σας διορθώνω και τα δέντρα σας. Θα βάλω και κείνους που έχουν εκατομμύρια να χτίσουν ένα Πανεπιστήμιο, να πηγαίνουν όλα τα παιδιά μας”.
Οι κουβέντες ήταν όλο για τον Αγώνα. Είχε τόσες πολλές σκέψεις. Και τόσες απαντήσεις να δώσει. “Ο Διγενής”, μου έλεγε “είναι πολύ έξυπνος, θεία Μαρία”.
Στην αυλή, έξω, μαζεύονταν όλες οι συμμαθήτριες της εγγονής μου και έπαιζαν. Τες έβλεπε από τες χαραμάδες του παραθύρου.
Είχα το εικονοστάσιό μου και τακτικά άναβα τα κεριά μου. “Άναβε και για μένα, θεία Μαρία”
“Πάντα ανάβω, κύριε Νίκο” του έλεγα. Ήθελε να μη λέμε το όνομά του.
Άξαφνα έρχεται μια διαταγή να φύγει αμέσως. Ελυπηθήκαμε όλοι. “Μη λυπάστε. Θα πάω να αποτελειώσω τη δουλειά μου και θάρθω για πάντα”. Πάντα ήταν με μια φανέλα. Έβαλε το υποκάμισό του και μου είπε: “Έλα, θεία Μαρία, να με δεις που έβαλα επιτέλους υποκάμισο”. Του εχάρισα μια εικονούδα. “Βοήθειά σας”, του λέγω. “Ποτέ μου δεν παίρνω από κανένα δώρο. Αλλά από εσένα θα την πάρω, θεία Μαρία”.
Τι να πει κανείς, κύριε Γιαννάκη. Άραγε τον είχαν προδομένο; Ο Θεός μόνο ξεύρει την ψυχή τους αχάριστους και κακούς. Ας τους δώσει ο Άγιος Θεός, που έκαμαν αυτό το μεγάλο κακό στον αδελφό σας.
Τα χαρίσματά του ήταν άμετρα. Όταν εμάθαμε το θάνατό του, εκλαύσαμεν όλοι μας πάρα πολλά. Δεν αναφέραμε όμως ποτέ σε κανένα ότι έμενε σπίτι των παιδιών μου. Επί σαράντα μέρες του άναβα κερί. Ο Θεός μακαρίσει τον, δεν τον ξεχνούμε.
29/3/1987
Μαρία Βικτωρίδου»



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου