Γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου του
1947 στην
Αθήνα. Μια σκληρή εποχή για την Ελλάδα και τον κόσμο, που μετρούσαν ακόμη τις πληγές τους από τον πόλεμο και τη γερμανική κατοχή. Ήταν, όμως, και μια εποχή ανασυγκρότησης και πνευματικής αφύπνισης, όπως την εξέφρασε ο
Άγγελος Σικελιανόςστο Πνευματικό Εμβατήριο: έργο ανάτασης και εγρήγορσης, που έμελλε να τραγουδηθεί από τη Μαρία Φαραντούρη 23 χρόνια αργότερα, μελοποιημένο από τον
Μίκη Θεοδωράκη.
Η παιδική της ηλικία δεν ήταν εύκολη και ανέμελη. Η
πολιομυελίτιδα -η επιδημία της εποχής, που έπληττε, κυρίως, τα παιδιά- δεν την άφησε αλώβητη και την ταλαιπώρησε έντονα έως το τέλος των παιδικών της χρόνων. Η απομάκρυνση από τους γονείς και η καραντίνα -έστω και μαζί με άλλα παιδιά- στο σανατόριο για έξι μήνες ήταν μια επώδυνη διαδικασία για την μόλις δύο ετών Μαρία, την οποία έπρεπε να δοκιμάσει και πάλι μερικά χρόνια αργότερα. Οι γονείς της νησιώτες, ο πατέρας -Γεράσιμος- από την
Κεφαλονιά και η μητέρα -Ελένη- από τα
Κύθηρα, ήταν εγκατεστημένοι στη
Νέα Ιωνία. Από εκεί και οι πρώτες μνήμες, εικόνες και ήχοι...
Η εφηβεία, όμως, έφερε τις πρώτες δημιουργικές εμπειρίες: η συμμετοχή της στη χορωδία του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής της έδωσε τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει ότι το τραγούδι θα γινόταν γι’ αυτήν δρόμος και τρόπος ζωής. Ο ΣΦΕΜ είχε ως αντικείμενο την προώθηση της προοδευτικής μουσικής -βασισμένης στην ελληνική κουλτούρα και παράδοση- και αποτελούσε φυτώριο νέων καλλιτεχνών. Ο
Γιάννης Μαρκόπουλος, ο
Μάνος Λοΐζος, ο
Διονύσης Σαββόπουλος, ο
Χρήστος Λεοντής, οι Ζάκης και Παναγιώτης Κουνάδης ήταν μερικοί μόνο από τα μέλη του Συλλόγου, που ήθελαν να δώσουν μια νέα πνοή στο ελληνικό τραγούδι. Σ’ αυτό το περιβάλλον η Μαρία Φαραντούρη έκανε τα πρώτα της μουσικά βήματα και χάρη στην πλούσια κοντράλτο φωνή της από μέλος της χορωδίας έγινε πολύ σύντομα σολίστ.
Σε μια εκδήλωση του ΣΦΕΜ, το
1963, την άκουσε ο Μίκης Θεοδωράκης να τραγουδά ένα δικό του τραγούδι, τον Καημό. Ήταν τόσο βαθειά η εντύπωση που του προκάλεσε η νεαρή τραγουδίστρια, ώστε στο τέλος της συναυλίας τη συνάντησε στα παρασκήνια και της είπε: "Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί για να τραγουδάς τα τραγούδια μου;" "Το ξέρω", ήταν η άμεση απάντηση της δεκαεξάχρονης Μαρίας. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, με την παύση του σχολείου για τις θερινές διακοπές, η Μαρία αποτέλεσε μέλος του γκρουπ Θεοδωράκη. Δίπλα στον
Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Ντόρα Γιαννακοπούλου και τη Σούλα Μπιρμπίλη, η Μαρία γνώρισε για πρώτη φορά τον μαγικό κόσμο των συναυλιών. Σύντομα η φωνή της ήταν παρούσα και στα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα. Στις πορείες ειρήνης ακουγόταν ένα νέο έργο του Θεοδωράκη, το Ένας Όμηρος, απ’ όπου και το Γελαστό Παιδί, ένα τραγούδι που η Μαρία με τη μαχητική της νιότη έκανε γνωστό στο πανελλήνιο και στη συνέχεια σε όλον τον κόσμο.
Την ίδια εποχή η
Κατίνα Παξινού και ο
Αλέξης Μινωτής ανέβαζαν και πάλι στην Επίδαυρο τις Φοίνισσες, για τις οποίες ο Θεοδωράκης είχε γράψει τη μουσική. Οι πρόβες τους, τις οποίες ανελλιπώς παρακολουθούσε η νεαρή μαθήτρια, αποτέλεσαν για εκείνη σχολείο φωνητικής εξάσκησης και μουσικής έκφρασης.
Ήταν στα
1965 όταν η Μαρία έκανε την πρώτη της επαγγελματική ηχογράφηση με το τραγούδι των Σπύρου Παπά και Γιάννη Αργύρη "Κάποιος γιορτάζει", όπου τη συνόδευε ο Λάκης Παπάς. Στα
1966, κυκλοφόρησε το soundtrack της ταινίας του Χαρίλαου Παπαδόπουλου "Το νησί της Αφροδίτης", τη μουσική του οποίου υπέγραφε ο Μίκης Θεοδωράκης. Από εκεί και η πρώτη ηχογράφηση της Μαρίας σε τραγούδι του Θεοδωράκη, το Ματωμένο Φεγγάρι, σε ποίηση
Νίκου Γκάτσου. Λίγο νωρίτερα την είχε καλέσει ο συνθέτης στο σπίτι του και της είχε παίξει στο πιάνο το πρώτο έργο που είχε γράψει για τη φωνή της: τη Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν, σε ποίηση
Ιάκωβου Καμπανέλλη, έργο που ταυτίστηκε όσο κανένα άλλο με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, κάνοντας τον γύρο του κόσμου. Πολύ σύντομα, ο συνθέτης της έγραψε και Έξι Τραγούδια, τα οποία αργότερα ονόμασε Κύκλο Φαραντούρη, τιμώντας την κύρια ερμηνεύτριά του. Σε κανέναν άλλο τραγουδιστή ή τραγουδίστρια δεν αφιέρωσε ονομαστικά ο συνθέτης κύκλο τραγουδιών, παρά το γεγονός, ότι πολλά έργα του τα έγραφε για συγκεκριμένες ανδρικές ή γυναικείες φωνές.
Ως αναπόσπαστο μέλος του γκρουπ Θεοδωράκη, που έδινε συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, η Μαρία επισκέφθηκε και τη
Σοβιετική Ένωση. Εκεί την άκουσε ο σπουδαίος Ρώσος μουσουργός Αράμ Ίλυτς Χατσατουριάν, ο οποίος της ζήτησε να μείνει στη
Μόσχα για μουσικές σπουδές. Όμως, η Μαρία ακολούθησε τον Έλληνα συνθέτη στο μουσικό του οδοιπορικό. Μνημειακό θα χαρακτηριζόταν σήμερα το βινύλιο που κυκλοφόρησε το 1966 στην ΕΣΣΔ, ζωντανή ηχογράφηση από τις συναυλίες που δόθηκαν εκεί.
Στο πλευρό του Θεοδωράκη, που μεταμόρφωσε ριζικά τη σύγχρονη ελληνική μουσική και ιδιαίτερα το τραγούδι, η Μαρία Φαραντούρη έκανε γνωστούς στο ελληνικό κοινό τους νομπελίστες Σεφέρη και Ελύτη και τους άλλους μείζονες ποιητές. Αυτό το μουσικό - πολιτιστικό κίνημα αναπτύχθηκε μέχρι το στρατιωτικό πραξικόπημα του ’67. Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας η μουσική του Θεοδωράκη απαγορεύθηκε και ο ίδιος, μετά από τέσσερις μήνες καταδίωξης, συνελήφθη. Νωρίτερα, σ' ένα χαρτάκι από μαστίχα, είχε προλάβει να στείλει κρυφά στη Μαρία ένα σύντομο μήνυμα, με το οποίο τη συμβούλευε να φύγει για το εξωτερικό. Ήταν μόλις 20 ετών, όταν εγκατέλειψε την Αθήνα για το
Παρίσι, και έκανε αυτό που θεωρούσε αυτονόητο: τραγουδούσε αφιλοκερδώς σε πλήθος συναυλιών, τα έσοδα των οποίων διοχετεύονταν στην αντιδικτατορική δράση. Έγινε σύμβολο αντίστασης και ελπίδας, και σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής της πορείας, ευαισθητοποιημένη στα κοινωνικά προβλήματα, συμπαρίστατο εμπράκτως στο γυναικείο κίνημα, στις οικολογικές κινητοποιήσεις και στον αγώνα κατά των ναρκωτικών.
Ο διεθνής Τύπος την ονόμασε
Μαρία Κάλλας του λαού (The Daily Telegraph), Joan Baez της Μεσογείου (Le Monde), ενώ χαρακτήρισε τη φωνή της Δώρο των Θεών του Ολύμπου (The Guardian), αφιερώνοντάς της εκτενείς διθυραμβικές κριτικές, που εξήραν όχι μόνο τα φωνητικά προσόντα και τη σεμνή σκηνική της παρουσία, αλλά, επίσης, το ήθος και την κοινωνική δραστηριοποίησή της. Τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, η Μαρία υπήρξε μια εντελώς νέα μορφή τραγουδίστριας – αγωνίστριας και συνειδητοποιημένης γυναίκας.
Με τις συναυλίες της στην
Ευρώπη και στην
Αμερική, καθώς και με ηχογραφήσεις, που ακούγονταν από το BBC και τη Deutsche Welle, κράτησε ζωντανή τη μουσική του Θεοδωράκη. Εκείνος (σε εξορία, τότε, στην ορεινή Ζάτουνα) της διοχέτευε μυστικά κασέτες με πρόχειρες ηχογραφήσεις των νέων έργων του - με τη φωνή του και τον ίδιο στο πιάνο. Η Μαρία έβρισκε τους κατάλληλους συνεργάτες για να γίνουν οι ενορχηστρώσεις, και ο Θεοδωράκης άκουγε το αποτέλεσμα από τα βραχέα, σε τρανζιστοράκι που είχε αποκρύψει από τους δεσμοφύλακές του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες άκουσε για πρώτη φορά την Κατάσταση Πολιορκίας, σε μετάδοση από το Roundhouse του Λονδίνου: Μια ιστορική συναυλία, στην οποία συνέβαλαν πλήθος καλλιτεχνών, από τον Μίνω Βολανάκη έως τους ηθοποιούς του μιούζικαλ Hair, που σε μια ανάπαυλα των παραστάσεών τους έσπευσαν να στηρίξουν τον αγώνα των Ελλήνων συναδέλφων τους. Ο
Sir John Geilgud, ο
Alan Bates, η
Peggy Ashcroft και η
Μελίνα Μερκούρη συνεισέφεραν λίγο αργότερα σε άλλη συναυλία της Μαρίας στο Albert Hall.
Σ’ αυτούς τους καιρούς η Μαρία γνώρισε τον
Τηλέμαχο Χυτήρη, ποιητή και φοιτητή της φιλοσοφικής στη Φλωρεντία, όταν πήγε εκεί για συναυλία που είχαν διοργανώσει οι Έλληνες φοιτητές.
Την ίδια εποχή άρχισε η συνεργασία της με τον
Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος συνέθετε τότε την Εποχή της Μελισσάνθης, ένα έργο βιωματικό για τον ίδιο, που αναφερόταν στους χαλεπούς καιρούς της δικής του νιότης, στα ανοιχτά τραύματα που είχε αφήσει η γερμανική κατοχή και που αναζωπυρώνονταν, υποδαυλισμένα από τα νέα πλήγματα που κατάφερε στην Ελλάδα το στρατιωτικό καθεστώς. Κεντρικό ρόλο σ’ αυτό το έργο ο Μάνος Χατζιδάκις επεφύλαξε για τη Μαρία, εξ ου και έδωσε τον υπότιτλο Μια μουσική ιστορία με την Μαρία Φαραντούρη. Το έργο θα ολοκληρωνόταν χρόνια αργότερα, αλλά η μουσική σχέση της Μαρίας με τον Μάνο είχε ήδη αρχίσει να διαγράφει μια δημιουργική πορεία.
Χάρη στην παρέμβαση του Μάνου Χατζιδάκι, το
1972, κατέστη δυνατόν να έλθει στην Ελλάδα για τον ύστατο αποχαιρετισμό στον πατέρα της, που έφυγε στα χρόνια της δικτατορίας. Η άδεια που της παραχωρήθηκε ήταν 48ωρη. Τότε, ωστόσο, άρκεσαν και χώρεσαν και μια επίσκεψή της αστραπή στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, εκεί όπου ο παλμός των αρχαίων προγόνων χτυπούσε πάντα ελεύθερος - μια ανάσα ελεύθερης Ελλάδας και επιστροφή στην αυτοεξορία.
Δύο χρόνια νωρίτερα -και ύστερα από διεθνή κινητοποίηση προσωπικοτήτων των γραμμάτων και των τεχνών- ο Θεοδωράκης με κλονισμένη υγεία (μετά από φυλακίσεις, εξορίες και κατ’ οίκον περιορισμούς) είχε αφεθεί ελεύθερος. Με τη μεσολάβηση του Γάλλου Jean-Jacques Servan-Schreiber είχε μεταβεί στο Παρίσι, απ’ όπου άρχισε την αέναη περιήγησή του ανά τον κόσμο:
Ευρώπη,
Αυστραλία, Βόρεια και
Λατινική Αμερική και
Μέση Ανατολή. Η Μαρία, πάντα μαζί του, πρωτοστατούσε στις συναυλίες, που γίνονταν πυλώνας δύναμης για τους αυτοεξόριστους Έλληνες και βήμα για τους απανταχού καταπιεσμένους με τη συμπαράσταση διάσημων ξένων καλλιτεχνών, διανοουμένων και άλλων προσωπικοτήτων. Ειδικά οι Ευρωπαίοι στάθηκαν στο πλευρό των ανέστιων -τότε- Ελλήνων, αγκαλιάζοντας τον αγώνα τους για ελευθερία. Μυθικές οι συναυλίες στις αίθουσες Olympia, Salle Pleyel, Bobino, Mutualité, Lincoln Center, Albert Hall, Tschaikovsky: μερικές μόνο από εκείνες που έγιναν μάρτυρες αυτής της πάλης. Συγχρόνως, το ξένο κοινό ερχόταν σε επαφή με τη σύγχρονη ελληνική μουσική και ενθουσιαζόταν από τη δημιουργία του Θεοδωράκη. Και μέχρι σήμερα, οι αίθουσες στο εξωτερικό και ειδικά στην Ευρώπη είναι κατάμεστες από τον τοπικό πληθυσμό παρά από Έλληνες του εξωτερικού, όταν δίνει συναυλίες η Μαρία Φαραντούρη ή παρουσιάζει τα κλασικά του έργα ο Μίκης Θεοδωράκης.
Παράλληλα με τις συναυλίες της, η Μαρία ηχογραφούσε δίσκους που έφθαναν κρυφά στην Ελλάδα -μέσα σε διαφορετικά εξώφυλλα- για να δώσουν θάρρος και ευψυχία στους αγωνιστές. Έτσι, εν κρυπτώ και παραβύστω, μεταφέρθηκαν εκτός Ελλάδος και οι ταινίες με το ηχητικό υλικό της "Μεγάλης Αγρυπνίας", του πρωτόλειου έργου της νεοεμφανιζόμενης -τότε- συνθέτριας Ελένης Καραΐνδρου, σε ποίηση Κώστα Γεωργουσόπουλου. Η Μαρία πρόσθεσε τη φωνή της σε ένα λονδρέζικο στούντιο, τοποθετώντας τη σφραγίδα της στον μοναδικό κύκλο τραγουδιών της Καραΐνδρου, καταξιωμένης -σήμερα- συνθέτριας κινηματογραφικής μουσικής. Έτσι άρχισε και η φιλία τους. Λίγο αργότερα, σε μια περιοδεία της στην Αμερική, γνώρισε στη Νέα Υόρκη τη
Φλέρυ Νταντωνάκη, με την οποία συνδέθηκε με βαθιά φιλία.
Το Λονδίνο είχε γίνει πια η υιοθετημένη πατρίδα της κι εκεί γνωρίστηκε με τον δεξιοτέχνη της κιθάρας John Williams. Ο διεθνούς φήμης καλλιτέχνης εντυπωσιάστηκε από τη φωνή της και την παρουσία της και συνεργάστηκε μαζί της επάνω στο Romancero Gitano του F.G.Lorca, σε μια εξαίρετη μεταγραφή για φωνή και κιθάρα. Ο Ισπανός Lorca, ευαίσθητος ποιητής και θύμα της χούντας του Φράνκο, είχε γίνει πηγή έμπνευσης για τον Θεοδωράκη -που τον είχε μελοποιήσει λίγο πριν εκδηλωθεί το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα- και στα 1971, με τη Μαρία στο τραγούδι και τον John Williams στην κιθάρα έβρισκε την ιδανική του ερμηνεία, στην έξοχη απόδοσή του στα ελληνικά από τον
Οδυσσέα Ελύτη.
Στο Παρίσι, ο Θεοδωράκης ήλθε σ’ επαφή με όλες τις προοδευτικές προσωπικότητες της εποχής. Με συναυλίες του στήριξε τον ηγέτη του γαλλικού σοσιαλιστικού κόμματος François Mitterand στην προεκλογική του εκστρατεία. Εντυπωσιασμένος ο Mitterrand από τη Μαρία έγραψε ένα μοναδικής εμπνεύσεως σχόλιο για αυτήν, στο βιβλίο του "Η μέλισσα και ο Αρχιτέκτονας", όπου την παρομοιάζει με την ίδια την Ελλάδα και τη θεά Ήρα: δυνατή, αγνή και άγρυπνη. Με την πτώση της χούντας ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μαρία Φαραντούρη επέστρεψαν στην Ελλάδα, όπου έδωσαν στιγμές έντονης συγκίνησης στο ελληνικό κοινό, μετά από επτά χρόνια βίας και ψυχαναγκασμού. Εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες ήταν μόνον όσοι παρακολούθησαν το Canto General του Θεοδωράκη στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Ένα έργο που η Μαρία με τον εξέχοντα συνάδελφο της
Πέτρο Πανδή σφράγισαν με την ερμηνεία τους και που είχαν την ευκαιρία μερικά χρόνια νωρίτερα, όταν το συνέθετε ο Θεοδωράκης στο Παρίσι, να κάνουν τις δοκιμές παρουσία του δημιουργού του, ποιητή Pablo Neruda.
Με συνειδητές επιλογές η Μαρία Φαραντούρη πέτυχε από νωρίς να έχει καλλιτεχνική αυτονομία, ως μία αυτόφωτη καλλιτεχνική οντότητα, που μπορούσε πλέον να ελιχθεί σε διαφορετικά είδη τραγουδιού. Αρωγός της και η Έλλη Νικολαΐδη, η οποία έγινε πολύτιμη δασκάλα για τη μουσική εξάσκηση της Μαρίας. Πάντα πιστή στον δρόμο που είχε χαράξει έως τότε, με γνώμονα την ποιότητα και την υψηλή αισθητική, άρχισε ν’ ανοίγει το ρεπερτόριό της μετά το 1976. Εκεί, άλλωστε, την οδηγούσε η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, μετά από επτά χρόνων παραμονή στο εξωτερικό. Ως πολίτις και καλλιτέχνις του κόσμου είχε ζυμωθεί με ξένους καλλιτέχνες και είχε συμπράξει σε διεθνή φεστιβάλ με σπουδαίες προσωπικότητες του τραγουδιού, όπως η Juliette Gréco, η Mercedes Sosa, η Myriam Makeba, οι Inti Illimani, η Maria del Mar Bonet. Η πρότασή της προς το ελληνικό κοινό ήταν τα Τραγούδια Διαμαρτυρίας από όλον τον κόσμο, που όχι μόνο βρήκε άμεση ανταπόκριση, αλλά έγινε και χρυσό βινύλιο.
Η γνωριμία της με τον κορυφαίο ηθοποιό του Berliner Ensemble, Eckerhardt Schall, κατέληξε σε μια σπουδαία συνεργασία επάνω σε τραγούδια του Bertolt Brecht. Η Μαρία ήταν η πρώτη καλλιτέχνις την οποία αποδέχθηκε το γερμανικό κοινό σε ερμηνεία του Brecht και σε άλλη γλώσσα εκτός της γερμανικής. Οι παραστάσεις στα ελληνικά και στα γερμανικά, που έδωσε στη Γερμανία και εν συνεχεία στην Ελλάδα με τον Eckerhardt Schall, σημείωσαν τεράστια επιτυχία.
Έγινε πηγή έμπνευσης και για ξένους καλλιτέχνες, που άκουγαν τις ηχογραφήσεις της και καταπιάνονταν με τα τραγούδια που είχε τραγουδήσει, δίνοντάς τη δική τους διάσταση. Το ροκ συγκρότημα Savage Republic διασκεύασε μέρη από την Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν και το έργο Ένας Όμηρος, ενώ ο κιθαρίστας της τζαζ Nels Cline της αφιέρωσε έναν αυτοσχεδιασμό επάνω στην Παντέρμη από το Romancero Gitano του Lorca, με τίτλο Maria Alone (For Maria Farandouri).Ενώ το συγκρότημα
The Beatles κατά τη διάρκεια της χούντας ενδιαφέρθηκε για τη μουσική του Θεοδωράκη και κάλεσε τη Μαρία στο studio για να τραγουδήσει μερικά από τα τραγούδια της.
Παράλληλα, ανανέωσε τη συνεργασία της με τον Μάνο Λοΐζο σ’ έναν δίσκο σταθμό για την εποχή - Τα Νέγρικα - σε ποιητική δημιουργία του Γιάννη Νεγρεπόντη. Αργότερα συνεργάστηκε με τον νέο συνθέτη Μιχάλη Γρηγορίου, ο οποίος μελοποίησε Μανώλη Αναγνωστάκη. Ενδιάμεσα, είχε αναζωογονηθεί η συνάντηση με τον Μάνο Χατζιδάκι -με την ολοκλήρωση της Μελισσάνθης και τη σύνθεση νέων έργων για τη φωνή της- και λίγο αργότερα οι συναυλίες του Μάνου στη Ρωμαϊκή Αγορά με τη Μαρία και νέους τραγουδιστές αποτελούσαν το καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς. Σ’ ένα άνοιγμα φιλίας και ειρήνης μεταξύ των δύο λαών, η Μαρία Φαραντούρη έκανε μια ανατρεπτική για την εποχή κίνηση, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, και συνεργάστηκε με τον Τούρκο συνθέτη και διανοούμενο Zülfü Livaneli. Οι συναυλίες τους στην Ελλάδα αγκαλιάστηκαν από το ελληνικό κοινό, που έδειχνε καθαρά την κόπωση του από τη μακροχρόνια ελληνοτουρκική αντιπαράθεση και τη διάθεσή του για συμφιλίωση και ειρηνική συμβίωση. Την ίδια, και ίσως ακόμη περισσότερη, ανταπόκριση είχε αυτή η συνεργασία στην
Τουρκία.
Το
1981, παρουσίασε με τον Θεοδωράκη και τον Πανδή -για δεύτερη φορά στην
Κούβα- το Canto General. Οι συναυλίες, που δόθηκαν στο μουσικά εκπαιδευμένο κουβανέζικο κοινό, παρουσία του Fidel Castro, είχαν τόση επιτυχία, ώστε ακολούθησε η πρόσκληση από τον Κουβανό ηγέτη να επαναληφθεί στα επόμενα χρόνια και να δοθεί νέος κύκλος συναυλιών.
Το 1985 ήταν για τη Μαρία η αρχή ενός νέου κεφαλαίου στη ζωή της. Η γέννηση του γιου της Στέφανου, ανήμερα της εθνικής εορτής της 28ης Οκτωβρίου, εγκαινίασε μια περίοδο σχετικής απόσυρσης από τα καλλιτεχνικά δρώμενα. Με πνευματώδη διάθεση ο
Μάνος Χατζιδάκις σχολίαζε το ευτυχές γεγονός της γέννησης του Στέφανου στο περιοδικό Τέταρτο ως εξής: "Εθνική εορτή (συνήθης ετησία). Έκλειψη ολική Σελήνης (ασυνήθης). Γεννήθηκε ο γιος της Μαρίας της Φαραντούρη και του Τηλέμαχου Χυτήρη. Το μόνο πρωτογενές γεγονός της ημέρας. Να τους ζήσει. Μ’ όλες μας τις ευχές. Μ’ όλη μας την καρδιά. Μ’ όλη μας την αγάπη". Επίσης ο
Μάνος Χατζιδάκις είχε πει για τη Μαρία σε μια συνέντευξή του στο τρίτο πρόγραμμα "...δεν βάζω καμία άλλη τραγουδίστρια πάνω από τη Φαραντούρη...".
Οι ανάγκες της μητρότητας την ώθησαν σε λίγες αλλά εκλεκτές συνεργασίες στα αμέσως επόμενα χρόνια. Η πιο σημαντική ήταν η συνεργασία της με τον κορυφαίο μαέστρο Zubin Mehta και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ, στο
Ηρώδειο, για την ερμηνεία του κλασικού -πλέον- έργου Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν. Στο μέλλον θα βρισκόταν και πάλι κάτω από την μπαγκέτα του διάσημου αρχιμουσικού, λίγο πριν από το γύρισμα της χιλιετίας, στο Παρίσι, για τον εορτασμό του Millennium από την Unesco. Το
1987, έζησε συγκινητικές στιγμές, όταν ερμήνευσε το Romancero Gitano μέσα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Lorca στο Fuente Vaqueros, παρουσία της αδελφής του ποιητή Isabel G. Lorca και του φίλου του, ζωγράφου, Jose Caballero. Το
1988, και πάλι στο Ηρώδειο, συμμετείχε μαζί με τον Νορβηγό σαξοφωνίστα
Jan Garbarek στη συναυλία της Ελένης Καραΐνδρου με μουσικά θέματα και τραγούδια από κινηματογραφικές ταινίες.
Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ασταθής το 1989, καθώς βαλλόταν το πρόσωπο του Πρωθυπουργού και Προέδρου του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος, Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ δύο αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις δεν είχαν αναδείξει σταθερή και βιώσιμη κυβέρνηση. Θεωρώντας ότι έπρεπε να συμπαρασταθεί στον ιστορικό ηγέτη του
ΠΑΣΟΚ η Μαρία ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του και ετέθη σε εκλόγιμη θέση στο ψηφοδέλτιο επικρατείας. Από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, στάθηκε για μια βουλευτική περίοδο στο πλευρό του Ανδρέα Παπανδρέου, συμβάλλοντας από κοινού με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Σταύρο Μπένο στις προτάσεις επί πολιτιστικών θεμάτων.
Ούτε η μητρότητα, όμως, ούτε η πολιτική ήταν ικανές να την κρατήσουν για πολύ μακριά από την Τέχνη. To 1990, συνεργάστηκε για την υλοποίηση ενός διπλού άλμπουμ με τον Κουβανό συνθέτη Leo Brouwer, επάνω σε διεθνές ρεπερτόριο και τραγούδια του Βαγγέλη Παπαθανασίου, γραμμένα ειδικά για τη φωνή της.
Και ενώ η συνεργασία της με τον Μίκη Θεοδωράκη συνεχίζεται έως σήμερα σε νέα ή ανέκδοτα έργα του μεγάλου μουσουργού, η Μαρία Φαραντούρη επιδιώκει, συγχρόνως, την επαφή με τη νεώτερη γενιά των Ελλήνων συνθετών. Στο πλαίσιο αυτό ερμήνευσε το έργο του Περικλή Κούκου σε ποίηση Χριστόφορου Χριστοφή "Ημερολόγιο για Περαστικούς στα Τέλη του Αιώνα", στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το
1996. Τρία χρόνια αργότερα, σε ένα πνεύμα καλής συνεργασίας και καλλιτεχνικής δημιουργίας πρότεινε στις εξαίρετες συναδέλφους της
Έλλη Πασπαλά, και
Σαββίνα Γιαννάτου να συνεργαστούν. Οι εμφανίσεις τους, με τις ενορχηστρώσεις του πιανίστα Τάκη Φαραζή και τη σύμπραξη στην ορχήστρα και των David Lynch και Haig Yazdjian, είχαν μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, ώστε το σχήμα να παραμείνει στις ελληνικές σκηνές για δύο χρόνια.
Για χάρη της Μαρίας επέστρεψε, το
2000, στη δισκογραφία, μετά από απουσία πολλών ετών, η πρωτοποριακή συνθέτις και πλέον σημαντική επίγονος του Μάνου Χατζιδάκι
Λένα Πλάτωνος. Το καλοκαίρι του
2001, όταν η Αθήνα είχε αδειάσει για τις αυγουστιάτικες διακοπές, η Μαρία Φαραντούρη γέμισε το Ηρώδειο, όπου με τη σύμπραξη της Ορχήστρας των Χρωμάτων και υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη παρουσίασαν το πρόγραμμα "Ένας Αιώνας Ελληνικό Τραγούδι". Τον Ιούνιο του
2003, και πάλι στο ρωμαϊκό ωδείο, τραγούδησε στην ολοκληρωμένη έκδοση της Αμοργού των Μάνου Χατζιδάκι και Νίκου Γκάτσου, σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση. Την τελευταία δεκαετία, τις περιοδείες της στο εξωτερικό αλλά και πολλές εμφανίσεις της στην Ελλάδα πλαισιώνει το βερολινέζικο γκρουπ Berliner Instrumentalisten, που απαρτίζεται από τους Γερμανούς μουσικούς Henning Schmiedt-πιάνο Volker Schlott-φλάουτο/σαξόφωνο, Jens Naumilkat-τσέλο. Μ’ αυτούς τους μουσικούς η Μαρία Φαραντούρη δίνει μια άλλη διάσταση και προέκταση σε τραγούδια της παραδοσιακής, ρεμπέτικης και της βυζαντινής μας μουσικής, καθώς και στο παλαιότερο και σύγχρονο έντεχνο, ελληνικό και παγκόσμιο ρεπερτόριο. Παράλληλα, συνεχίζει τα ανοίγματά της στις διεθνείς μουσικές τάσεις, όπως το ethnic - με το cd της "Ψηφιδωτό", αλλά και στις συνεργασίες με καλλιτέχνες του κλασικού ρεπερτορίου, όπως ο διακεκριμένος πιανίστας
Γιάννης Βακαρέλης.
Τον Νοέμβριο του
2002, παρακολούθησε τη συναυλία της στο Πανεπιστήμιο της Santa Barbara ένας μεγάλος άνθρωπος και μεγάλος μουσικός - ο Charles Lloyd. Οι δύο καλλιτέχνες αισθάνθηκαν πολύ κοντά και μια καλή φιλία γεννήθηκε. Τον Ιούλιο του
2004, όταν ο Charles εμφανίστηκε στον Λυκαβηττό, της ζήτησε να τραγουδήσει το τραγούδι του Blow wind, που αποτέλεσε μια ιδιαίτερη στιγμή στη μουσική πορεία της Μαρίας και μια διαφορετική εμπειρία. Και, έξι χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του
2010, οι δύο καλλιτέχνες εμφανίζονται σε κοινή συναυλία στο
Ηρώδειο με ρεπερτόριο από την ελληνική παράδοση, τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και νεώτερων Ελλήνων συνθετών, καθώς και συνθέσεις του ίδιου του Lloyd. Τη συναυλία ηχογραφεί ο Manfred Eicher για λογαριασμό της ECM και το Athens Concert κυκλοφορεί σε cd τον Σεπτέμβριο του
2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου