Η Μαρίκα Φιλιππίδη ήταν ηθοποιός, γνωστή από τα Αγνούλα (1939), Πρόσωπα λησμονημένα (1946) και Ο ανήφορος του Γολγοθά (1917).
Ο Αττίκ συνδέθηκε και παντρεύτηκε με την ηθοποιό, ποιήτρια και εκδότρια του περιοδικού «Νέος Παρθενών», Μαρίκα Φιλιππίδου, που ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του.
Το 1914 η Φιλιππίδου χωρίζει τον Αττίκ για να παντρευτεί τον πατέρα της Μελίνας Μερκούρη, Σταμάτη Μερκούρη.
Ωστόσο, ένα επεισόδιο και κυρίως, το τραγούδι που ταυτίστηκε μαζί του, έμελε να μείνουν στην ιστορία.
Λίγο μετά τον χωρισμό τους, η Μαρίκα πηγαίνει στη «Μάντρα» συνοδευόμενη από το νέο σύζυγό της. Οι θαμώνες αντιλαμβανόμενοι τον ερχομό της και προκειμένου να πειράξουν τον Αττίκ, του ζητούν φωνάζοντας ρυθμικά να πει το βαλσάκι «Είδα μάτια» (τραγούδι που είχε γράψει για την Μαρίκα).
Εκείνος, αντικρίζοντας στις πρώτες θέσεις την πρώην γυναίκα του και μη μπορώντας να αντέξει την συναισθηματική φόρτιση, αποσύρεται στο καμαρίνι του. Δέκα λεπτά μετά, επιστρέφει στο πιάνο του και ερμηνεύσει το τραγούδι - απάντηση στο κοινό, που δεν ήταν άλλο, από το «Ζητάτε να σας πω». Ακούγοντας το η Μαρίκα αποχωρεί με δάκρυα στα μάτια. Το τραγούδι όχι μόνο έγινε τεράστιο σουξέ της εποχής, αλλά άντεξε στον χρόνο, γνωρίζοντας συνεχώς επανεκτελέσεις.
Η πρώτη ποιητική συλλογή της με τίτλο Κελαδήματα κυκλοφόρησε το 1900 στην Αθήνα, όπου ζούσε. Ακολούθησαν άλλες δύο συλλογές της, με τίτλους Φωτοστέφανα και Μαρμαρυγές (η δεύτερη ανατυπώθηκε το 1933). Το 1931 και για μικρό χρονικό διάστημα έβγαζε το περιοδικό Νέος Παρθενών.
Εκτός από ποιήματα η Μαρίκα Φιλιππίδου έγραψε και πολλά πεζά, καθώς και μεταφράσεις από διάφορες γλώσσες.
Ποιήματά της δημοσιεύτηκαν το 1936 στο περιοδικό της Αθήνας Ποντιακά Φύλλα, και το ίδιο έτος στο λεύκωμα Ελληνίδες ποιήτριες και στο περιοδικό Φιλολογική Κυψέλη του δημοσιογράφου Δημητρίου Λαμπίκη (1889-1956), ο οποίος ήταν διευθυντής και του περιοδικού Παρνασσός.
Το ποίημα που ακολουθεί σχετίζεται θεματικά με τον Πόντο και έχει τίτλο «Θρήνος».
Αγέρι, πάρε, οϊμένα! Αυτό το θρήνο μου
κι από χωριά και χώρες πέρασέ τον,
από ψηλά βουνά, πελάγη τρίσβαθα
στου Πόντου ένα ακρογιάλι σκόρπισέ τον.
Σ’ ένα ακρογιάλι, αγέρι, που το σχίζουνε
ποτάμια φιδωτά κι ασημωμένα,
που το σκιάζουν δάση καταπράσινα
και ψάλλουνε τ’ αηδόνια μαγεμένα.
Σ’ ένα ακρογιάλι ξακουστό κι ασύγκριτο
για τα πολλά τ’ αμέτρητά του κάλλη,
το πιο όμορφο του κόσμου κοιμητήριο
που κλειούσε μέσα σε γαλάζια αγκάλη.
Αγέρι, πάρε, οϊμένα! αυτό το θρήνο μου
κι από χωριά και χώρες πέρασέ τον,
από ψηλά βουνά, πελάγη τρίσβαθα,
στην Τραπεζούντα απάνω σκόρπισέ τον…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου