Πηγή:https://1-2.gr/2022/03/13/h-proth-ellhnida-kyvistria-zografos/
Γεννημένη στην Άμφισσα γύρω στο 1900 και μεγαλωμένη στο Λιδωρίκι, η Ερασμία θα γινόταν το «βότσαλο που ανατάραξε τα λιμνάζοντα νερά» της καλλιτεχνικής Αθήνας . Τα νερά δεν ήταν έτοιμα για τον ερχομό της. Κι όμως, με τη φλόγα της τα θέρμανε και για άλλους καλλιτέχνες μετέπειτα για να μην ξυλιάσουν βουτώντας σε νεωτερικές καλλιτεχνικές περιπέτειες. Ήταν ψηλή, λυγερή κοπέλα, πολύ μελαχρινή, έμοιαζε με Ινδή, χαρακτήρας δυνατός, αδαμάντινος, με πνεύμα ξεκάθαρο και γερή σκέψη. Η ζωή της είχε μυθιστορηματική υφή, τόσο που κάποτε γράφτηκε από τη δημοσιογράφο και πεζογράφο Λίλικα Νάκου και κυκλοφόρησε σε συνέχειες, στο περιοδικό Νέα Εστία, και έπειτα σε βιβλίο το 1978. Η πρωτοπόρος ζωγράφος, μελαγχολική και άρρωστη, θα νοσηλευόταν το 1955 για να αφήσει την επόμενη χρονιά την τελευταία της πνοή στο Παλαιό Φάληρο, όπου ζούσε με τον κοινωνιολόγο Δημοσθένη Δανιηλίδη, τον οποίο παντρεύτηκε τη δεκαετία του 1930. Απ’ όσο γνωρίζω τουλάχιστον, δεν απέκτησαν παιδιά.
Η Ερασμία είχε άλλα δυο αδέλφια, την Ελένη και τον Θεμιστοκλή. Ο τελευταίος ήταν διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών, τεχνοκράτης με προκλητική ευφυΐα, που σύχναζε σε πνευματικούς κύκλους της εποχής και θα πέθαινε το καλοκαίρι του 1933. Νωρίτερα την ίδια χρονιά τον συζητούσαν για την «Απολογία του μίσους», ένα κείμενο που δημοσίευσε σε εφημερίδα την ημέρα του Πάσχα, περιγράφοντας την αγάπη ως στοιχείο στατικό και το μίσος ως κίνητρο ανανέωσης και ισχυροποίησης της ζωής.
Η Ερασμία Μπερτσά αποφοιτά από το Αρσάκειο τη δεκαετία του 1910. Για λίγο βιοπορίστηκε ως δασκάλα στο Λιδωρίκι. Έπειτα σπουδάζει στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα όπου εργαζόταν πιο ελεύθερα όταν έλειπαν οι καθηγητές από το μάθημα. Θα συνέχιζε τις σπουδές και τις αναζητήσεις της στα δυτικά κέντρα της τέχνης, στο Βερολίνο, στο Μόναχο (σχολή Hans Hoffman) και στο Παρίσι (με δάσκαλο τον Fernand Henri Léger), όπου γνωρίζει από κοντά τις πρωτοπορίες της εποχής. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια θα γνωρίσει έναν άλλον ελπιδοφόρο νέο ζωγράφο, τον Γιώργο Βαλταδώρο, με τον οποίο μοιράζεται νεοκυβιστικές ανησυχίες. Ο Βαλταδώρος (γ. 1897) δυστυχώς θα φύγει νωρίς από τη ζωή, μόλις το 1930, μια απώλεια μεγάλη καθώς θα συνέβαλε αδιαφισβήτητα στην ανανέωση της ελληνικής καλλιτεχνικής ζωής σύμφωνα με τα πρώτα δείγματα δουλειάς του.
Η Μπερτσά επιστρέφοντας στην Αθήνα ετοιμάζεται να «αποκαλύψει» στην πρώτη της ατομική έκθεση γύρω στα πενήντα έργα της. Για την ακρίβεια 42 ελαιογραφίες και 4 σχέδια, τα περισσότερα καμωμένα την τελευταία τριετία. Τα τρία παλαιότερα είναι ζωγραφισμένα το 1921. Η έκθεση ανοίγει το απόγευμα της Πέμπτης 3 Νοεμβρίου 1927, στη γκαλερί του Αντώνη Στρατηγόπουλου, στην οδό Φιλελλήνων 15 στο Σύνταγμα, με διάρκεια μέχρι το τέλος του μήνα. Παρουσιάζει όλη την κυβιστική εργασία της από το Παρίσι, μετά από τη φοίτησή της δίπλα στον κυβιστή δάσκαλο Φερνάνδο Λεζέ (1881-1955).
Στη δημόσια σφαίρα ξεσπά ένας πόλεμος για την Μπερτσά και τα έργα της. Μιλάνε για τον κυβισμό που «θορυβεί την Ευρώπη». Ο πόλεμος αυτός αποτελεί την καλύτερη διαφήμιση και η αίθουσα Στρατηγόπουλου γεμίζει με κόσμο, φιλότεχνους ή απλά περίεργους. Μαθαίνουμε ακόμα από τις εφημερίδες ονόματα αγοραστών πινάκων της όπως «Ι.Παπαβασιλείου, Κ.Λυγέρη, Γ.Κοντολέων, Ο.Οικονομίδης».
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940) –διευθυντής της Πινακοθήκης, καθηγητής στην ΑΣΚΤ και υποστηρικτής της φιλογαλλικής Βενιζελικής πολιτικής- ο οποίος θα πει ότι η Μπερτσά δίνει «μια ιδέα του κυβισμού, περιορισμένη έστω, αλλά συμπαθή και ωφέλιμον… τα σχήματα δεν δείχνουν βέβαια μεγάλη δημιουργικότητα, είναι όμως αρμονικά τα περισσότερα και οι χρωματισμοί γενικώς είναι λεπτοί και σιωπηλοί (…). Η έκθεση της δεσποινίδος Μπερτσά αξίζει πολλή συμπάθεια και για τα προτερήματα και για τις ελλείψεις της. Είναι ευχάριστο ότι μια τέτοια επίδειξις γίνεται από γυναίκα και ότι γίνεται με ειλικρίνεια και με καλαισθησία».
Από την άλλη, ανάμεσα στους υποστηρικτές της ήταν η συγγραφέας Γαλάτεια Καζαντζάκη και ο δημοσιογράφος, τεχνοκρίτης και φουτουριστής ποιητής Φώτος Γιοφύλλης.
Η Γαλάτεια θα έγραφε στον ημερήσιο Τύπο τονίζοντας και την έμφυλη διάσταση της ιστορίας πως:
«Η Ερασμία Μπερτσά ανήκει στη σχολή των cubists που μαζί με τους εξπρεσιονιστές ζητούν ν’ ανοίξουν στην τέχνη καινούργιους δρόμους. Η δ. Μπερτσά είναι γι’αυτό μια ισχυρή προσωπικότης. Και λέμε ισχυρή γιατί έχει να παλέψει στην Ελλάδα που ήρθε, να δουλέψει με τις παντοειδείς εναντιότητες που βρίσκει κάθε καλλιτέχνης και ιδιαιτέρως κάθε καλλιτέχνης που τολμά και βγαίνει από την καθιερωμένη τάξη. Και είναι ακόμη ισχυρότερη η προσωπικότης αυτή γιατί είχε το κουράγιο να καταστρέψει όλο της το προηγούμενο έργο ετών, κουράγιο που δεν το έχει κανείς εύκολα, για να δοθεί με εντελώς νέα ευχή στο δρόμο που της φαίνεται πως θα μπορέσει να της δώσει ό,τι ζητά. Το κοινό (…) να μην νομίσει ότι τα ζωγραφικά έργα αυτά είναι πρωτοφανή στην ιστορία της τέχνης. Μπορεί νάναι στον τόπο μας. Αλλά σ’αυτό δεν φταίνε αυτά, αλλά ο καθυστερημένος τόπος μας. Κι εγώ όταν βρέθηκα για πρώτη φορά μπροστά στην ακατανόητη για μένα νοοτροπία της τέχνης των κυβιστών, έμεινα με ανοιχτό το στόμα. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Όταν όμως θυμήθηκα ότι και η μουσική του Μπετόβεν όταν πρωτοφάνηκε εξήγειρε όχι μόνο την κατάπληξη αλλά και την κατακραυγή, έκλινα το κεφάλι μου και είπα: ‘Δεν καταλαβαίνω τίποτα, αλλά ελπίζω να καταλάβω με τον καιρό’. Εν πάση περιπτώσει εμείς τουλάχιστον οι γυναίκες πρέπει νάμαστε περήφανες που στην Ελλάδα πρόδρομος της νέας τεχνοτροπίας είναι γυναίκα. Αλλά και γι’ αυτό καθεμία από μας οφείλει να περάσει να σφίξει το χέρι της Ερασμίας Μπερτσά που με την έκθεσή της δείχνει πως η σκλάβα ως τα τώρα ψυχή της γυναίκας έσπασε τα δεσμά της και ρίχτηκε στον αγώνα για κάθε κατάκτηση πνευματική και κοινωνική με ίσιες με τον άντρα δυνάμεις και δικαιώματα».
Ο Φώτος Γιοφύλλης είχε ήδη συναντήσει την Μπερτσά πριν από την έκθεση, μόλις που είχε επιστρέψει από το Παρίσι και έστησε το ατελιέ της σε μια πάροδο της Αχαρνών. Έγραφε σ’ ένα άρθρο του ότι η «Κυβίστρια από το Παρίσι ήρθε για να μας αναστατώσει» και συνέχιζε με τα εξής:
«…Έφθασε ο αντίλαλος μιας ανατρεπτικής σχολής στη ζωγραφική και στη γλυπτική, μιας σχολής που καταργούσε όλα τα καθιερωμένα και δημιουργούσε έργα παράξενα με χρωματιστά επίπεδα… Μα κανείς δεν πίστευε ότι η τέχνη του κυβισμού θα έφθανε ως εδώ. Κανείς δεν θα πίστευε πως τόσο γρήγορα μια Ελληνίδα ζωγράφος, και μάλιστα Ρουμελιώτισσα, θα ύψωνε κάτω από την Ακρόπολη τη σημαία της ανατροπής της ζωγραφικής, τη σημαία του Πικάσσο, του Μπρακ, του Λεζέ…».
«Καθένας σηκώνει τον Σταυρόν του». Δύο από τα έργα της Μπερτσά που δημοσίευσε στο άρθρο του ο Φώτος Γιοφύλλης.
Στη συνέχεια περιγράφει το ατελιέ, ένα σιωπηλό σπίτι με λιτή επίπλωση, με πίνακες της εδώ κι εκεί. Περιγράφει την ίδια τη Μπερτσά, τα μαύρα μάτια, τα αγορίστικα μαλλιά· «…τα ζωηρά μάτια βγαίνουν πίσω από τα γυαλιά και ο μακρύς λαιμός κινεί ένα κεφάλι γεμάτο ενδιαφέρον για ζωή. Το μακρύ σώμα είναι ντυμένο μ’ ένα απλούστατο άσπρο φόρεμα και στα γυμνά πόδια είναι δεμένα πέτσινα πέδιλα».
Βλέποντας τη ζωγραφική της μέσα στο ατελιέ λέει ο ίδιος: «Τα πολύχρωμα γεωμετρικά σχήματα, τα τρομερά χτυπητά χρώματα, τα παιχνίδια των χρωματιστών τόνων μάς έδιναν γροθιές στα μάτια». Η Μπερτσά τού λέει ότι ασχολείται με «μαθηματικά προβλήματα» και «υπολογισμούς» στους πίνακες που ζωγραφίζει. «Δεν εξηγούνται όμως όλα. Όταν τα αναλύουμε όλα κάνουμε φιλολογία. Η ζωγραφική είναι φως και χρώμα. Δεν είναι λόγια… Χρειάζεται και αίσθημα. Η τέχνη μιλεί στην ψυχή», τονίζει η ζωγράφος.
Ένας άλλος ζωγράφος, ο Κώστας Ηλιάδης, θυμάται την Ερασμία Μπερτσά μετά από πολλά χρόνια -τη δεκαετία του 1970- και γράφει για αυτήν στο βιβλίο του :
«Στη γκαλερί Στρατηγοπούλου, μας εξέπληξε η έκθεση της Ερασμίας Μπερτσά στα 1927. Με την Ερασμία ήμαστε φίλοι στη σχολή. Τέλειωσε τρία χρόνια νωρίτερα από εμάς κι έφυγε αμέσως για το Παρίσι. Ασχολήθηκε με πάθος πάνω στα σύγχρονα προβλήματα της τέχνης και ιδιαίτερα με τον κυβισμό. Η έκθεση της Μπερτσά ήταν από τις πιο ενδιαφέρουσες που έγιναν ποτέ στην Αθήνα. Παρουσίασε έργα νεοκυβισμού και μας ξάφνιασαν και μας καθήλωσαν (…) Η Ερασμία Μπερτσά αδιάφορη για τον πόλεμο που της άνοιξαν οι ακαδημαϊκοί τεχνίτες, θα πασχίσει με πίστη στα ιδεώδη της δίχως συμβιβασμούς, ώσπου μια μέρα, πικραμένη και τραυματισμένη κυριεύεται από μελαγχολία και απομονώνεται. Πέθανε χωρίς καμμιά αναγνώριση και ξεχάστηκε. Πιστεύω πως η Ερασμία Μπερτσά θα πάρει μια μέρα ξεχωριστή θέση στους Έλληνες καλλιτέχνες της γενιάς του 1930».
Η Μπερτσά τπαίρνει μέρος και σε άλλες εκθέσεις ομαδικές και ατομικές ενώ είναι επίσης μέλος της Ομάδας «Τέχνη» που επανιδρύεται το 1929. Σε όλη τη διάρκεια της πορείας της παρουσιάζει έργα ακόμα σε εκθέσεις στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στο Κάιρο και αλλού. Μετά την αθηναϊκή υποδοχή που γνώρισε το 1927 και είδαμε, πραγματοποιεί στο Λύκειο Ελληνίδων ατομική έκθεση τον Νοέμβριο του 1930 (βλ. πρόσκληση επάνω) όπου δείχνει τη νεότερη καλλιτεχνική εργασία της. Πρόκειται για 34 έργα των οποίων οι τιμές ξεκινούν από 750 δραχμές και φτάνουν στις 15.000 δραχμές. Στην πρώτη της έκθεση διέθετε έργα από 250 δραχμές (σχέδια) και το ακριβότερο έφτανε στις 4.000 δραχμές. Άλλη μια έκθεση έργων της παρουσιάζεται στην αίθουσα «Στούντιο» το 1933 και τότε ο ποιητής Αναστάσιος Δρίβας θα γράψει στο περιοδικό Ο ΚΥΚΛΟΣ ότι η δουλειά της είναι αναντίρρητα ποιητική και προηγμένη, προχωρώντας από τις γεωμετρικές προσεγγίσεις της σε στοιχεία όπως το αγνό, το παιδικό, το αυθόρμητο, έχουν κάτι από το πνεύμα της λαϊκής τέχνης, που κάνει τα πράγματα σαν παραμύθι. Τον Μάιο του 1936 οργανώνει μια ακόμα ατομική έκθεση στην αίθουσα Στρατηγόπουλου με περίπου εκατό έργα που πωλούνται από 500 έως 5.000 δραχμές.«Πάσχα στη Ρούμελη», 1948
Μεταπολεμικά, συμμετέχει στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του 1948 με δυο ελαιογραφίες. Την ίδια χρονιά πραγματοποιεί ατομική έκθεση στην αίθουσα του Γαλλικού Ινστιτούτου και τότε ο Δ. Ευαγγελίδης θα γράψει στην ΕΣΤΙΑ ανάμεσα σε άλλα περί «λυρικής ευαισθησίας χρώματος και ποικιλίας τεχνοτροπίας, εξπρεσσιονιστικής, σουρρεαλιστικής, διακοσμητικής και εξιδανικευμένου ρεαλισμού». Η Έλλη Κ. Πολίτη στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ σημειώνει πως η Μπερτσά ανήκει «στην κατηγορία των καλλιτεχνών που δημιουργούν με αυστηρή υποκειμενικότητα (…) γι’ αυτό και δεν απευθύνεται στο αμύητο πολύ κοινό, αλλά στους αισθητικά γυμνασμένους, στον κόσμο που δεν τρομάζει μπροστά στις ριζοσπαστικές τάσεις της τέχνης».
Το 1955 θα παρουσιάσει παλαιότερη και πρόσφατη δουλειά της και πάλι στο Γαλλικό Ινστιτούτο στην οδό Σίνα. Είναι η τελευταία της έκθεση. Μια αναδρομή στο σύνολο της δουλειάς της. Οι τιμές των 117 έργων που παρουσιάζει ξεκινούν από 300 και φτάνουν στις 5.000 δραχμές. Η ίδια θα πει αντί άλλου επιλόγου:
"Δεν αρκεί να προσπαθεί να καταλάβει κανείς ένα έργο τέχνης, πρέπει και να το αισθάνεται, πρέπει να μπορεί να το ζει. Κι αυτό δεν παρέρχεται εύκολα και πρόχειρα. Θέλει κάποια προδιάθεση καλλιτεχνική, είναι ζήτημα χρόνου, ζήτημα ωριμότητας πνευματικής και ειδικά αισθητικής, των ατόμων και του περιβάλλοντος (…) Έχω, όπως έγραψαν, κατεύθυνση μοντέρνα κ.τ.λ., αλλ’ όχι γιατί ακολουθώ μιαν οιαδήποτε σχολή κ’ επηρεάζομαι από μια καθορισμένη θεωρία. Σχεδόν με κατηγορούσαν, πως δεν ακολουθώ κανέναν, και… κρίμα στο ταλέντο ήταν πάντα ο επίλογος (…) Είμαι μοντέρνα, αν είμαι, όπως με κρίνουν, γιατί απλούστατα ζω την εποχή μας και είναι αυτονόητο να έχω κάτι από το πνεύμα της, τις ανησυχίες και αγωνίες της. Για τίποτε άλλο. Κυβισμός, πριμιτιβισμός, εξπρεσιονισμός, σουρεαλισμός κ.α. εάν δεν είναι ετικέτες το πολύ αληθοφανείς, παραμένουν εκφραστικά μέσα, πάντα χρήσιμα, που μπορούν να ταιριάζουν ως πιο πρόσφορες σε τούτες ή εκείνες τις καλλιτεχνικές μου προσπάθειες κι εκδηλώσεις, μα δεν έχουν αποκλειστική σχέση με το περιεχόμενο, με την ουσία της τέχνης μου (…) Δεν μ’ αρέσει να διαβάζω βιβλία περί Τέχνης, ούτε μ’ ενδιαφέρει η φιλολογία γύρω από τη σύγχρονη καλλιτεχνική κίνηση. Γι’ αυτό αποφεύγω να συζητώ ή να πολεμώ τις αντίθετες απόψεις (…) Ήταν δίκαιος ο τεχνοκριτικός, που έγραψε, πως ζωγραφίζω όνειρα και οράματα. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω: και βιώματα».
Ήδη τον τελευταίο χρόνο, λίγο πριν από το άνοιγμα της έκθεσής της στο Γαλλικό Ινστιτούτο, αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Θα σφραγίσει τα μάτια της οριστικά στις αρχές Αυγούστου του 1956. Κηδεύτηκε στο ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Παλαιού Φαλήρου, ενώ στην τελευταία κατοικία της τη συνόδευσαν ο πρόεδρος του καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Βρασίδας Τσούχλος, οι καλλιτέχνιδες Ελευθερία Σταθοπούλου και Τίτσα Χρυσοχοΐδου, ο ποιητής Γιάννης Κουτσοχέρας και άλλοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου