Η Μάτση Χατζηλαζάρου (πραγματικό όνομα: Μαρία Λουκία Χατζηλαζάρου, Θεσσαλονίκη, 17 Ιανουαρίου 1914 – Αθήνα, 16 Ιουνίου 1987) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια. Θεωρείται από πολλούς η πρώτη υπερρεαλίστρια ποιήτρια στην Ελλάδα.
Η Μάτση Χατζηλαζάρου ήταν γόνος μεγαλοαστικής ελληνικής οικογένειας της Θεσσαλονίκης. Πατέρας της ήταν ο επιχειρηματίας και έμμισθος πρόξενος των ΗΠΑ στην οθωμανική Θεσσαλονίκη Κλέων Χατζηλάζαρος, μητέρα της η γερμανικής καταγωγής Βιργινία, και νονός της ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' της Ελλάδας.[5] Η Χατζηλαζάρου είχε επίσης έναν μικρότερο αδελφό, ο οποίος μάλλον πέθανε σε πολύ μικρή ηλικία.
Το 1917, εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εθνικού Διχασμού, η Χατζηλαζάρου και η οικογένειά της αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τη Θεσσαλονίκη και να εγκατασταθούν στη Γαλλία, από όπου επέστρεψαν στη συμπρωτεύουσα το 1919 και την ίδια χρονιά μετακόμισαν οριστικά στην Αθήνα. Το 1931 και σε ηλικία 17 ετών, η Χατζηλαζάρου παντρεύτηκε τον Βαυαρό Καρλ Σούρμαν, με τον οποίο χώρισε το 1936. Στο μεταξύ, το 1934 πέθαναν μέσα σε λίγους μήνες και οι δύο γονείς της, αφού προηγουμένως έφτασαν στην οικονομική χρεοκοπία. Το 1937 η Χατζηλαζάρου παντρεύτηκε τον γεωπόνο Σπύρο Τσαούση σε δεύτερο γάμο, που διαλύθηκε το 1938. Κατά την περίοδο 1939–1943 ήταν σύζυγος του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου.
Στην Αθήνα το 1943 συνδέθηκε με τον ποιητή Αντρέα Καμπά. Μαζί του έφυγε τον Δεκέμβριο του 1945 για το Παρίσι, με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου. Εκεί γνώρισε τον Καταλανό ζωγράφο και ανεψιό του Πικάσο Χαβιέ Βιλατό (Javier Vilató, 1921–2000), με τον οποίο έζησε μαζί από το 1946 έως το 1954. Το 1957 συνδέθηκε με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, αλλά ο δεσμός τους δεν κράτησε παρά μόνον δύο χρόνια. Το 1958 επέστρεψε στην Αθήνα για να εργαστεί στον ΕΟΤ. Το 1964 έφυγε και πάλι στο Παρίσι για να δουλέψει στο εκεί κατάστημα Βαράγκη. Επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα το 1973 και εργάστηκε στην υπηρεσία δημοσίων σχέσεων της Εμπορικής Τράπεζας, μέχρι τη συνταξιοδότησή της το 1984. Πέθανε στην Αθήνα, στις 16 Ιουνίου 1987.
Έργο
Στα γράμματα εμφανίστηκε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1940 με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου. Η πρώτη της ποιητική συλλογή Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος τον Ιούνιο του 1944. Ακολούθησαν πολλά άλλα ποιήματα (κάποια στα γαλλικά ως Matsie Hadjilazaros), τα οποία κυκλοφόρησαν σε συγκεντρωτικό τόμο από τις εκδόσεις Ίκαρος δύο χρόνια μετά τον θάνατό της. Το 2013 κυκλοφόρησε και η αλληλογραφία της με τον Εμπειρίκο, μετά την διάλυση του γάμου τους, την εποχή που η Χατζηλαζάρου ζούσε στο Παρίσι.
Ποιητικές συλλογές:
«Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης» (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1944 (με μια ξυλογραφία του Διαμαντή Διαμαντόπουλου)
«Δύο διαφορετικά ποιήματα» (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), περιοδικό «Τετράδιο Πρώτο», Αθήνα, Απρίλης 1945
«Cinq fois», εκδ. GLM, Παρίσι, 1949 (στις εκδόσεις του Guy Lévis Mano, με έξι χαλκογραφίες του Javier Vilató)
«Κρυφοχώρι», εκδ. Τετράδιο, Αθήνα, 1951 (με τέσσερις χαλκογραφίες του Javier Vilató)
«La frange des mots (Τα λόγια έχουν κρόσσια)», εκδ. GLM, Παρίσι, 1954
«Έρως μελαχρινός», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1979 (με μια χαλκογραφία του Javier Vilató)
«7 × 3. Εφτά γραπτά στα ελληνικά – sept textes en français – seven writings in English», τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα, 1984
«Το δίχως άλλο. Αντίστροφη αφιέρωση – dédicace à rebours», τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα, 1985
«Ποιήματα, 1944 - 1985», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1989
Μεταφράσεις:
«Chants populaires des Grecs» (ελληνικά δημοτικά τραγούδια μεταφρασμένα στα γαλλικά), εκδ. GLM, Παρίσι, 1951
«Αποσπάσματα από τον Πίνδαρο» (Ισθμιόνικος Α', Νεμεόνικος ΣΤ') [μεταφρασμένα στα γαλλικά], περιοδικό «Mercure de France», Ιανουάριος - Απρίλιος 1956
«Εύκολο» (ποιήματα Paul Éluard, φωτογραφίες Man Ray), τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα, 1987
......................................................................................................................
από την συλλογή ΜΑΗΣ ΙΟΥΝΗΣ ΚΑΙ ΝΟΕΜΒΡΗΣ
*
Ετούτες τις λαχτάρες του Μαγιού πώς να τις σβήσω;
Ετούτα τα κλάματα ενός αιθέριου σούρουπου πώς να στερέψουνε;
Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που ‘ναι ριγμένες
επάνω στα μαξιλάρια του συμβατικού έρωτα.
Θα τους δώσω μες στην ποδιά μου ένα άσπρο τριαντάφυλλο
κι ένα κόκκινο-ίσως τα δούνε, ίσως τα μυρίσουνε.
Θα τους δώσω μια χρυσόμυγα που βρίσκει ξαφνικά τον ήλιο
τραγουδώντας μες στα μαλλιά μου-ίσως τη δούνε, ίσως την ακούσουνε.
Θα τους πω: κοιτάτε τους άντρες τους λεβέντες, τους ελεύθερους,
τον άντρα λιοντάρι, τον άντρα καραβιού κατάρτι, τον άντρα έλασμα
και τόξο και φωνή από κορφοβούνι σε κορφοβούνι-τότε ίσως του δοθούνε,
ναι, ίσως ερωτευθούνε.
Αν είχα την φωνή που ζητάω, μια πολιτεία ολάκερη δε
μου’φτανε για να την παρασύρω στο ανοιξιάτικο μου διάβα.
Ρωτάω: άνθεξε ποτέ κανένας στα δειλινά που δεν πεθαίνουνε,
και στις ευωδίες που δε χάνουνται αλλά γίνουνται σκιές μας,
και στις πέντε μας αισθήσεις όταν λαχανιάζουνε και κράζουν
την καρδιά μας;
Τα μεταξωτά μου μέλη θε ν’ απλώσω πάνω σε μιάν άμμο δροσερή,
το βλέμμα μου θε να χάσω μες στ’ ανεξάντλητο γαλάζιο της
δικής μου θάλασσας, οι αναπνοές μου κι οι παλμοί μου θε να’ναι
οι αναπνοές και οι παλμοί του διάχυτού μου έρωτα.
Έρωτα, αγάπη, πόθο, ηδονή
Έρωτα, Έρωτα.
*
Ναυτίλος μεγαλόπρεπος πάνω στο τραπέζι μου
κοχύλι άσπρο και πυρρό
παλιό κέλυφος ζώου με φροντίδα
αν και το περίβλημα είναι πάντα έρμα
εγώ όταν φύγω στο θάνατο
το κάλυμμα που θα’ χω εκκρίνει
δε θα’ναι παρά λόγια λογιών.
*
Διαγράφουν περισσότερο από’ να σύμπλεγμα
φανερώνουν ακόμα περισσότερα χρώματα
κι από συμπλέγματα ανάλογα με τη λάμψη
των φτερών τους τόσο λεπτά
όσο και τα χόρτα τσίνορα πλάι στο ρυάκι
ζευγαρώνουν η μια σχηματίζοντας έλικα
κι η άλλη αγκίστρι
οι λιμπελούλες ή ντεμουαζέλες
αρσενικές και θηλυκές
Εσύ που το μάτι σου είναι χείλι
Κομπολόι οι ροδοδάφνες φωτισμένες από τα ερευνητικά αυτοκίνητα
Όλη νύχτα τις μετράνε μία μία το άλλο κομπολόι απλώνεται νω-
Θρά κοίτα τα γριγριά που η θάλασσα του Φαλήρου λικνίζει
Αγαπώ τους καρπούς των χεριών σου κλωνάρια της λεύκας
μακριά έξω στον όρμο τα πολεμικά φωταγωγημένα με λαμπτήρες ως
τα πιο ψηλά κατάρτια διαγράφουν μια τρελή γεωμετρία
τα χάδια σου μυρίζουνε γαρίφαλο
λόγχη της πιο περήφανης αγαύης πάνω σ’ έναν ξερό λόφο της Αττικής
ο μηρός σου έχει το χνούδι του ήλιου
φωνές των κυμάτων μες στη σπηλιά όπου σκαρφαλώνω πάνω σ’ ένα
βράχο αγαλλίαση η δροσερή παλάμη στήριγμα της πλάτης μου
πόσο κάθετος είσαι
τη νύχτα ένας φάρος μακρινός σάρωνε και ξανασάρωνε το κρεβάτι
μας από τότε ανοίγω την αγκαλιά μου στο βλέμμα των φάρων
μ΄έχεις γοργόνα ακρόπλωρη
πέρα απ΄τα γαλάζια λαγκάδια είναι το βουνό ανάμεσα οι βελόνες
των πεύκων μας σκιάζουν με κρόσσια κατά την πνοή της αύρας
χαμογελάς βαθιά στα σωθικά μου
*
Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, μαβιές και άσπρες, θέλω
να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου, πού’ ναι
σα χόρτα στην άκρη του ποταμού.
*
Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου
τα χέρια σου δύο μικρά τρυφερά καβούρια.
Την πιο ηδονική αφή την έχει το σταφύλι το πρωί,
σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη
τη λεπτή. Πιάνω την κοιλιά σου , με τα τρία μου δάχτυλα,
και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της δροσιάς του αμπελιού.
*
Κάποτε ακουμπάμε τον εαυτό μας σαν ένα κουμπί γυμνό
επάνω σε ένα καθρέφτη και την αυγή βρίσκουμε ένα χαμομήλι
μες στον ανοιξιάτικο κάμπο.
Κάποτε ακουγόμαστε σαν την πιο θριαμβευτική κραυγή ζώου,
κι όταν ξανασταθούμε ν’ ακούσουμε ο ήχος μας είναι
σκληρό γρατσούνισμα φτυαριού πάνω στον άγονο βράχο.
*
Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.
Σ’αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρόδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει
τον καλπασμό του αλόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου