Είχε ευχέρεια στο γράψιμο και έγραψε πολλά κείμενα, κυρίως ποιητικά.
Πιθανόν στους δασκάλους της οφείλεται η πίστη που είχε στη δύναμη της παιδείας. Σ’ αυτήν εναπόθετε τη λευτεριά μας όπως το τονίζει σ’ ένα της ποίημα:
«Συ αγαπητή μου Κρήτη, έχε το εις καύχημά σου
Με τα όπλα της παιδείας τα αγαπητά σου τέκνα
Θα συντρίψουν τα δεσμά σου…»
Το γεγονός ότι ήταν γυναίκα δεν ήταν δυνατόν να της σταθεί εμπόδιο και να την αποτρέψει από την πραγμάτωση του σκοπού της, αφού, όπως λέει:
πάντοτε στην πατρίδα του και να την ωφελήσει.
Ο γενικός κανονισμός ποτέ δεν εμποδίζει,
να ομιλήσει ο καθείς εκείνο που νομίζει.
Κ’ η γυναικεία η φυλή βρίσκεται προικισμένη
Ο πάνσοφος δημιουργός την έχει ποιημένη».
Τριαντάχρονη το 1821, βίωσε τις τρομερές σφαγές στην πόλη και την ύπαιθρο των Χανιών. Για να σωθεί από τον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο, κατέφυγε στα κοντινά βουνά για να επαληθευτεί και σ’ αυτήν το γραφικό ότι «περιήλθεν εν σπηλαίοις, εν όρεσι και ταις οπαίς της γης, υστερούμενη, θλιβόμενη, κακουχούμενη…».
Περιπλανήθηκε πολύν καιρό, με άλλες γυναίκες και έζησε μαζί τους τον φόβο, τις κακουχίες και τη δυστυχία. Είδε γύρω της να πεθαίνουν από την πείνα και την εξαθλίωση ακόμη και μικρά παιδιά…
Ηθελε να πάρει τ’ άρματα και να σταθεί σαν άντρας απέναντι στον Τούρκο, μα όπως εκμυστηρεύτηκε «…παρεπονέθην διά τι η φύσις με κατεδίκασε, δίδουσα εις εμέ ως φύλον μεν, το γυναικείον, ως φρόνημα δε το ανδρικόν! Αχ! Δια τι και εγώ έλεγον, να μη δύναμαι να φέρω εν όπλον, εν ξίφος, όπως ριφθώ εις τον υπέρ ελευθερίας αγώνα μετά των άλλων!».
Ο άντρας της την είχε αφήσει μόνη. Είχε πάρει μέρος στην επανάσταση, στο πλευρό του οπλαρχηγού Γεωργίου Δασκαλάκη ή Τσελεπή. Πολέμησε στη μάχη της Καντάνου, που σκοτώθηκε ηρωικά ο αρχηγός του και συνεχίζοντας τον αγώνα, τον Γενάρη του 1824 πήγε στο Ρέθυμνο για να υπερασπιστεί τα πολιορκημένα γυναικόπαιδα στο σπήλαιο του Μελιδονιού. Στη συμπλοκή που ακολούθησε, με τις δυνάμεις του Χουσεϊν, λαβώθηκε βαριά και ύστερα από τέσσερις μέρες ξεψύχησε. Ετσι η Αντωνούσα έμεινε χήρα με ένα παιδί σ’ εκείνα τα μαύρα τα πολυπικραμένα χρόνια…
Η αφόρητη κατάσταση που επικρατούσε στο νησί μας, την ανάγκασε να καταφύγει με άλλα γυναικόπαιδα πρόσφυγας στη Μονεμβασιά.
Φεύγοντας από την Κρήτη για την εξορία άφησε πίσω της ότι πολύτιμο είχε: Πατρίδα και μάλιστα πατρίδα σκλαβωμένη. Δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ. Από τη Μονεμβασιά ξεκίνησε μια πολύχρονη περιπλάνηση, μια Οδύσσεια μπορούμε να πούμε που την έφερε στη Σύρο, στο Μεσολόγγι και τέλος στην Αθήνα όπου και τέλειωσε τη ζωή της.
Στη Σύρο παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο. Εκεί όμως πέθανε και ο μοναχογιός της, δεκαοχτάχρονος τότε, μαθητής Γυμνασίου. Ο θάνατός του τη συγκλόνισε. Μόνη παρηγοριά βρήκε στο γράψιμο. «Εγραφε, μιλούσε, παρακινούσε για να κάνει γνωστό το Κρητικό ζήτημα, να ξεκινήσει νέους αγώνες για την απελευθέρωση της ηρωικής, σκλαβωμένης πατρίδας της…».
Η συλλογή “Ποιήματα τραγικά” που τυπώθηκε στην Ερμούπολη το 1840, είναι μια πολύστιχη αφήγηση που έχει ως θέμα την επανάσταση του 21 στην Κρήτη. Ταυτόχρονα, όμως, όπως ειπώθηκε είναι «το πρώτο βιβλίο που δημοσιεύτηκε επώνυμα από γυναίκα στη νεοελληνική γραμματεία».
Το 1847 δημοσίευσε στην Αθήνα την τραγωδία “Γεώργιος Παπαδάκης”. Είναι ένα πατριωτικό δράμα, που αναφέρεται στα γεγονότα της Γραμπούσας.
Το 1856 πέθανε και ο δεύτερος σύζυγός της. «Εκτοτε δε από δυστύχημα εις δυστύχημα περιπεσούσα κατέφυγον τυχαίως εις Μεσολόγγιον, όπου εν τη χηρεία μου, διάγουσα μοναστικόν όπως ειπείν βίον επί πολλά έτη…», όπως δήλωσε ή ίδια.
Στο Μεσολόγγι η Αντωνούσα συνέγραψε την τραγωδία “Η Λάμπρω”, η οποία τυπώθηκε το 1861. Η “Λάμπρω” κυκλοφορήθηκε με εμπεριστατωμένη εισήγηση και σχόλια του διευθυντή του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης κ. Κωνσταντίνου Φουρναράκη κι έτσι δόθηκε η αφορμή να την ξαναθυμηθούμε. Οπως γράφτηκε «Η Αντωνούσα Καμπουροπούλα στο πρόσωπο της “Λάμπρως” φέρνει στη μνήμη μας την Αντωνούσα Καστανάκη, τις Λακκιώτισσες, τη Ροδάνθη από την Κριτσά καθώς και κάθε γυναίκα της Κρήτης που πολέμησε όπως πολεμούν οι ήρωες.»
Η Καμπουροπούλα έγραψε επίσης επιστολές σε προσωπικότητες της εποχής της, πράγμα αδιανόητο τότε για γυναίκα.
Μετά το 1862 πηγαίνει στην Αθήνα που τύπωσε, το 1863 το έργο “Η Μνήμη” και τέλος στα 85 της χρόνια τύπωσε το δράμα “Η Έξοδος του Μεσολογγίου”.
Πέρα από τα παραπάνω η Αντωνούσα Καμπουράκη εργάστηκε για τη διάσωση και προβολή της Λαϊκής τέχνης, ιδρύοντας στην Ερμούπολη, το Μεσολόγγι & την Αθήνα εργαστήρια που λειτούργησαν ως σχολές εκμάθησης Κρητικών χειροτεχνημάτων. Το 1840 που ο βασιλιάς Όθωνας επισκέφθηκε τις Κυκλάδες, πέρασε από τη σχολή της και της απένειμε, για τη δράση της, το παράσημο του Αγώνα. Η Καμπουροπούλα υπήρξε μια σημαντική προσωπικότητα του καιρού της. Θεωρείται η πρώτη ελληνίδα ιστορικός και η πρώτη γυναίκα που εξέφρασε πολιτικό λόγο. «Ξεπέρασε τα ασφυκτικά όρια του σπιτιού, οργάνωσε δική της επιχείρηση, συνομίλησε με άνεση με πολιτικούς άνδρες, κοινοποίησε τις ιδέες της μέσα από τα βιβλία της, ενθάρρυνε με το παράδειγμά της και άλλες γυναίκες, σχολίασε τα πολιτικά πράγματα ως ενεργή πολίτις», σε μια εποχή που ήταν πέρα από κάθε φαντασία, η συζήτηση για τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλον τον κόσμο.
Πέθανε τα Χριστούγεννα του 1875 στην Αθήνα, χωρίς να δει το όνειρό της, την απελευθέρωση της Κρήτης, να πραγματοποιείται. Το είχε προαισθανθεί. Γράφει:
«Πατρίς μου η αγάπη σου μου φέρνει αγρυπνίας,
και διά σε κατήντησα να γράφω τραγωδίας.
Κι επιθυμώ το χώμα σου να έλθω να πατήσω
Και ελευθέρα να σε δω και πλέον να μη ζήσω
Ναι, δε θα ζήσω! Συγγενών σκιαί με προσκαλούσι
Κι οι οφθαλμοί μου αδύνατον αυτό να το ιδούσι
Οι πατριώται κι οι λοιποί να ζήσουν να σε δούνε,
Και ας έλθουν εις τον τάφον μου αυτό να με ειπούνε:
Καμπουροπούλα, ξύπνησε, ήλθεν εκείν’ η μέρα
Και η αγαπημένη σου Κρήτη είν΄ελευθέρα.
Εκείνο που ποθούσανε να δουν τα όμματά σου
Ας αισθανθούν τα εις τη γην θαμμένα κόκκαλά σου,
Ω! τότ’ από τον τάφον μου θα εύγη η σκιά μου
Μεγαλοφώνως κράζουσα την άμετρον χαράν μου.
Τους τελευταίους λόγους μου πατρίδα θα σ’ αφήσω,
Εν όσω ζω τα πάθη μου και σένα θα υμνήσω…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου